Search
× Search

Ομιλίες - Ολομέλεια

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΝΣΤ΄-4.3.1982(Ν.1240/1982): Νομοσχέδιο Υπ. Δικαιοσύνης"περί υφ'όρον παραγραφής και παύσεως διώξεως και υφ' όρον απολύσεως"(Εισηγήτρια)

Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό παρά να αρχίσω με την τελευταία καταπληκτική για την Αίθουσα αυτή φράση, που διατύπωσε ο εισηγητής της Πλειοψηφίας. Ότι με το νομοσχέδιο αυτό έρχεται η Κυβέρνηση να διορθώσει τον Ποινικό Κώδικα. 

Να τον διορθώσει πώς; Και καταργώντας τον, όχι μόνο σαν νόμο που προβλέπει ορισμένες ρυθμίσεις, αλλά καταργώντας τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν βγει με βάση αυτόν τον Ποινικό Κώδικα. Το νομοσχέδιο αυτό φιλοδοξεί, όπως λέει στην εισηγητική έκθεση και μας ετόνισε ο εισηγητής της Πλειοψηφίας, φιλοδοξεί να εκφράσει το πνεύμα της αλλαγής που θα διέπει την αντιεγκληματική πολιτική της Χώρας μας, φιλοδοξεί επίσης να κινείται στα πλαίσια των σύγχρονων τάσεων της επιστήμης και ούτε λίγο ούτε πολύ, υπόσχεται ότι το νομοσχέδιο αυτό θα αποτελέσει ασφαλή βάση για την διαμόρφωση πάγιων θεσμών.

Αλίμονο, στην αντιεγκληματική πολιτική της Χώρας μας και αλίμονο στην ποινική καταστολή, αν ακολουθήσουν και άλλα τέτοια δείγματα “αντιεγκληματικής πολιτικής”. 

Το νομοθέτημα αυτό είναι αντισυνταγματικό απ’ αρχής μέχρι τέλους. Προσβάλλει βασικότατες αρχές του Ποινικού Δικαίου και της αντιεγκληματικής πολιτικής και τελικά περιφρονεί βαθύτατα τη Δικαστική Αρχή. Περιέχει ασάφειες, προχειρότητα, ανεξήγητες καινοτομίες που δεν υπάρχουν σε καμιά νομοθεσία. Παραγραφή υφ’ όρον, αυτό το νομικό τερατούργημα, δεν θα το βρείτε ούτε στην ελληνική νομοθεσία, ούτε σε καμία ξένη. Το αποτέλεσμα αυτού του κατασκευάσματος, θα είναι να κλονισθεί τα αίσθημα ασφαλείας των πολιτών και να λείψει η εμπιστοσύνη προς την Πολιτεία. Δεν θέλω να κάνω αφορισμούς, θα σας αποδείξω γιατί. Τι προβλέπει κατ’ αρχήν αυτό το νομοθέτημα; Παραγραφή, λέει, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει υφ’ όρον. Παραγραφή εγκλημάτων που δεν έχουν δικασθεί και παραγραφή ποινών. Και δεύτερον προβλέπει την λεγόμενη υφ’ όρον απόλυση καταδίκων. 

Όταν μεταχειρίζομαι τις λέξεις “παραγραφή” και “υφ’ όρον απόλυση” για να χαρακτηρίσω τους θεσμούς αυτού του νομοθετήματος, σας παρακαλώ να τους φαντάζεσθε εντός εισαγωγικών. Γιατί οι θεσμοί αυτοί που βαπτίζονται “παραγραφή” και “υφ’ όρον απόλυση” δεν έχουν καμιά σχέση με την γνωστή μας “παραγραφή” και με την γνωστή μας “υφ’ όρον απόλυση”, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε ο εισηγητής να παραλληλίσει το νομοσχέδιο αυτό, με τον Ποινικό Κώδικα. Συγκαλύπτει το νομοσχέδιο αυτό άλλες ρυθμίσεις που ούτε με την “παραγραφή”, ούτε με την “υφ’ όρον απόλυση” έχουν σχέση. 

Για να στηρίξω τις απόψεις που θα ακολουθήσουν, πρέπει να απαντήσω εκ των προτέρων στην ένσταση που θα ακούσω και από άλλους συναδέλφους και άκουσα ήδη και από τον συνάδελφο της Πλειοψηφίας ότι υπήρχαν δηλαδή στο παρελθόν τέτοια νομοθετήματα. Πράγματι υπήρχαν και θα σας πω τι νομοθετήματα ήταν αυτά και τι προέβλεπαν και για ποιους λόγους θεσπίσθηκαν. Γιατί αυτά τα νομοθετήματα του παρελθόντος, είχαν την ειλικρίνεια να διατυπώσουν τους λόγους και τις αιτίες, για τις οποίες θεσπίστηκαν. Αυτό όμως το νομοθέτημα δεν έχει την ειλικρίνεια να εκθέσει τις αιτίες και τους λόγους για τους οποίους νομοθετείται και συγκαλύπτει την ανεπάρκεια πίσω από επιστημονικοφανείς εξηγήσεις και αμφιβόλου ορθότητας και ποιότητας δικαιολογίες. 

Ποία ήσαν αυτά τα νομοθετήματα; Ήταν μία σειρά νομοθετημάτων του 1950 έως το 1952, δηλαδή της περιόδου που έβγαινε η Χώρα από τον εμφύλιο πόλεμο και παρείχαν “παραγραφή” “υφ’ όρον απόλυση” όπως εξηγούν στην αιτιολογική τους έκθεση. Αυτά τα νομοθετήματα είναι ο Α.Ν. 1504/1950 κυρίως ο Α.Ν. 1623/51, ο Α.Ν. 2057/57 και ο γνωστός Α.Ν. 2058/52. Έλεγαν, λοιπόν, ότι “το σχέδιο τούτο αποτελεί μέρος του υπό της Κυβερνήσεως εξαγγελθέντος προγράμματος ειρηνεύσεως της Χώρας και αποκαταστάσεως της εσωτερικής ομαλότητος “και πάρα κάτω” επιδιώκεται η αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης και της λήθης του παρελθόντος”. Μεσολάβησε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς τέτοια νομοθετήματα και ερχόμαστε το 1964 όπου επ’ ευκαιρία των γάμων του βασιλέως Κωνσταντίνου με την Άννα Μαρία […] 

 

 

Και τι λέγει αυτό το νομοθέτημα της Κυβερνήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου; “Επ’ ευκαιρία σοβαρών πολιτειακών γεγονότων είθισθαι όπως λαμβάνονται ευεργετικά μέτρα υπέρ ελαφροποίνων καταδίκων. Εν τοιούτον γεγονός είναι οι επικείμενοι γάμοι κλπ. επί τη ευκαιρία του επί θύραις ευτυχούς γεγονότος το χριστιανικόν πνεύμα επιβάλλει όπως επιδειχθεί ποία τις επιείκεια της Πολιτείας κλπ.”. 

Και μπαίνουμε στη δικτατορία, οπότε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος ενθουσιασμένος από το 97% ή 99% που πήρε στην ψήφιση του Συντάγματος του εκδίδει το Ν.Δ. 379/1968 και προβλέπει πάλι τέτοιες ευεργεσίες. Βέβαια εκεί δεν υπάρχει αιτιολογική έκθεση για να δούμε γιατί το έκανε. Προς ποίον να κάνει την αιτιολογική έκθεση και γιατί να την κάνει; Αλλά όλοι θυμόμαστε από τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες ότι αυτό ήταν μία επίδειξη ελευθεριότητος του δικτάτορα, διότι ψηφίστηκε το Σύνταγμα της Χώρας. Και επειδή αυτή η ευφορία διήρκεσε ένα χρόνο, ακόμα, τον επόμενο χρόνο βγάζει και το Ν.Δ. 381/1969. και με αυτό τι κάνει; Εκείνους που εξέτιαν την ποινή τους κανονικά τις παραμονές του 1970, τους βγάζει 15 ημέρες πριν, δηλαδή στις 12 Δεκεμβρίου, για να κάνουν Χριστούγεννα στο σπίτι τους. Αυτό είναι το ελληνικό παρελθόν, κύριοι συνάδελφοι, το οποίο ανέφερα για δύο λόγους. Ο ένας λόγος είναι για να σας δείξω ότι αυτά τα νομοθετήματα έλεγαν στις εισηγητικές τους εκθέσεις ποιοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους θεσμοθετήθηκαν, το παρόν νομοσχέδιο τι μας λέγει, για να συγκαλύψει τους αληθινούς του λόγους βεβαίως; Για ποιους λόγους θεσμοθετήθηκε; 

Στην εισηγητική έκθεση διαβάζουμε ότι με την “παραγραφή” επιδιώκεται η αποφυγή της κοινωνικής απομόνωσης ορισμένων κατηγοριών υπαιτίων, που τιμωρούνται, κατά το πλείστον, με ελαφρές ποινές και η ταχύτερη επανένταξή τους στην κοινωνία των ελαφροποινιτών πάντοτε. Ως προς τους εγκληματίες τύπου, που δεν είναι καθόλου ελαφροποινίτες, αλλά έχουν καταδικαστεί ή τους απειλούν βαρύτατες ποινές, βέβαια το νομοσχέδιο αυτό καταπίνει την γλώσσα του. Ούτε περί αποφυγής κοινωνικής απομονώσεως ούτε περί ταχυτέρας κοινωνικής επανεντάξεως ομιλεί. Πώς να ομιλήσει έτσι για τους ασύστολους ψευδολόγους και να πει περί κοινωνικής επανεντάξεως ή κοινωνικής απομονώσεως; Ποιοι είναι, λοιπόν, αυτοί που είναι κοινωνικώς απομονωμένοι και πρέπει να επανενταχθούν; Είναι εκείνοι οι οποίοι έχουν τιμωρηθεί ή θα τιμωρηθούν με ποινές φυλακίσεως μέχρις ενός έτους; Πόσοι είναι αυτοί, κύριοι συνάδελφοι; Πόσοι καταδικαζόμενοι σε φυλάκιση μέχρις ενός έτους εκτίουν πράγματι τις ποινές τους; Διότι μόνο αυτούς αφορά το νομοσχέδιο, εκείνους οι οποίοι εκτίουν στερητική της ελευθερίας ποινή. Αλλά όλοι ξέρουμε από τα δικαστήρια ότι αυτές οι ποινές σπάνια εκτίονται. Μετατρέπονται κατά 80%-90%, ή δεν επιβάλλονται τέτοιες ποινές, αλλά επιβάλλονται απ’ ευθείας χρηματικές ποινές. Αυτό δεν είναι μία φήμη την οποία μεταφέρω, αλλά σας διαβάζω τι λέει η Στατιστική Δικαιοσύνη του 1979. “σύνολο καταδικών σε φυλάκιση από 6 έως 12 μηνών, 1.105, σε όλη την Ελλάδα. Ξέρετε πόσοι εξέτισαν την ποινή τους; Εκατόν σαράντα εννέα. Και από τους 1.815 πού καταδικάστηκαν σε φυλάκιση ενός μέχρι πέντε μηνών, 585 εξέτισαν την ποινή τους”. 

Επομένως, για ποιους νομοθετούμε; Για τους 149 ανθρώπους, πού φυσικά για λόγους τους οποίους δεν ξέρουμε εξέτισαν την ποινή μέχρις ενός έτους; Και συνεχίζει η αιτιολογία και αναφέρει ότι ατό το νομοθέτημα γίνεται γιατί πρέπει να γίνει αποσυμφόρηση των φυλακών, δηλαδή η υφ’ όρον απόλυση πρέπει να νομοθετηθεί γιατί πρέπει να αποσυμφορηθούν οι φυλακές. Έχω μία κατάσταση της χωρητικότητας των φυλακών των κρατουμένων για τον περασμένο χρόνο, το 1981. από 28 φυλακές της Χώρας μόνο οι 6 είναι υπερπληρωμένες, δηλαδή αυτοί που κρατούνται υπερβαίνουν τον αριθμό της χωρητικότητας τους. Σε όλες τις άλλες υπάρχει διαφορά και μάλιστα σημαντική. Πού είναι η αποσυμφόρηση των φυλακών; Θα περιμέναμε από τον κύριο Υπουργό ή τον εισηγητή του να μας φέρει αριθμούς από όλες τις φυλακές για το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή που ψηφίζεται το νομοσχέδιο. […]

 

 

Αποσυμφόρηση των πινακίων, αποσυμφόρηση των Δικαστικών Υπηρεσιών, επικαλείται το νομοθέτημα. Και σε αυτό το σημείο θα συμφωνήσω. Όλοι μας ξέρουμε πόσο είναι υπερφορτωμένες οι δικαστικές Υπηρεσίες και πόσο στενάζουν τα πινάκια του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Αλλά η λύση για να αποσυμφορήσουμε τα πινάκια είναι κάθε τόσο, όποτε έχουμε την έμπνευση, να παίρνουμε μερικούς που υπάγονται σε αυτήν την αρμοδιότητα και να τους “χαρίζουμε” -αν θέλει ο κύριος συνάδελφος της Πλειοψηφίας- τις ποινές; Αυτή είναι η λύση για να αποσυμφορήσουμε τις δικαστικές Υπηρεσίες, ή η λύση είναι να φέρουμε νομοθετήματα που θα προβλέπουν την αποποινικοποίηση ορισμένων παραβάσεων, που στην πραγματικότητα δεν θα έπρεπε να είναι αξιόποινες πράξεις, ή να αντικαταστήσουμε τις κυρώσεις με άλλες κυρώσεις; 

Για αυτό που σας λέω, επικαλούμαι AD HOC την απόφαση 10 του 1976 του Συμβουλίου της Ευρώπης, που επικαλείται η εισηγητική έκθεση και που ανέφερε και ο συνάδελφος της Πλειοψηφίας. Εδώ είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τι λέει; Υποδεικνύει στα Κράτη-μέλη διάφορα μέτρα, με τα οποία θα υποκαταστήσουν τις στερητικές της ελευθερίας ποινές. Έκτιση της ποινής εν ελευθερία, επιβολή των διοικητικών προστίμων, αντικατάσταση της στερητικής ελευθερίας ποινής με χρηματική, άλλα είδη κυρώσεων, άγνωστα ακόμη στην ελληνική πραγματικότητα. Σε όλον αυτόν τον κατάλογο, πουθενά δεν θα βρείτε, τέτοιο μέτρο σαν αυτό που έφερε η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και μας έφερε. Παραγραφή και μάλιστα υφ’ όρον, είναι κάτι αδιανόητο για τους Ευρωπαίους βέβαια. 

Έρχομαι τώρα στο κύριο θέμα της αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου. Πιστεύω, ότι είναι βαθύτατα αντισυνταγματικό και θα δοθεί η ευκαιρία να κριθεί. Βέβαια είναι δύσκολο να κηρυχθεί αντισυνταγματικό, γιατί δεν ξέρουμε σε ποια δικαστική αρχή θα φθάσει. Αλλά η ελπίδα μας είναι στα όργανα της Δικαιοσύνης, στο Εισαγγελικό Σώμα, που θα κληθεί να εφαρμόσει αυτό το νομοθέτημα βγάζοντας καταδίκους από την φυλακή και εκεί θα δούμε τι θα αποφασίσει. 

Ποια είναι η αντισυνταγματικότητα του νομοθετήματος; Λέει παραγραφή και δεν εννοεί βέβαια παραγραφή. Βαφτίζει αυτό που κάνει ως παραγραφή, ακριβώς όπως οι μοναχοί του Μεσαίωνα, έσφαζαν τον χήνα, τον έψαλλαν, τον εβάπτιζαν “ιχθύ” και τον έτρωγαν. Γιατί δεν είναι παραγραφή; Διότι η παραγραφή, είναι ένας θεσμός του δικαίου που συνδέεται με ένα και μόνο στοιχείο απαραίτητο. Αν δεν υπάρχει αυτό το στοιχείο, δεν υπάρχει παραγραφή. Είναι η πάροδος ορισμένου χρόνου. Είτε διότι αμβλύνεται η ανάγκη της γενικής και της ειδικής προλήψεως, είτε διότι η προσωπικότητα του εγκληματία έχει εξελιχθεί και έχει χάσει πλέον το σύνδεσμό του με την εγκληματική πράξη, είτε και κυρίως διότι έχουν εξασθενήσει τα αποδεικτικά μέσα, το δίκαιο, και όχι μόνο το ποινικό, αναγνωρίζει τον θεσμό της παραγραφής. Απαραίτητο στοιχείο είναι η πάροδος ορισμένου χρόνου. Παραγραφή χωρίς πάροδο χρόνου δεν υπάρχει. 

Και αυτό που νομοθετείται εδώ, δεν είναι παραγραφή έστω και αν είναι υφ’ όρον -για τον όρο αυτό θα σας εξηγήσω μετά ότι είναι μία απάτη- δεν είναι, επαναλαμβάνω παραγραφή, αλλά είναι στην πραγματικότητα αμνηστία. Και γιατί είναι αμνηστία;[…] 

 

 

Λέγει το νομοθέτημα ότι, όσοι ετέλεσαν αξιόποινες πράξεις μέχρι 21 Δεκεμβρίου και τιμωρούνται μέχρι ενός έτους ή διέπραξαν αδικήματα Τύπου, δεν έχουν πια ευθύνη. Οι πράξεις τους παραγράφονται. Αλλά, εάν εντός ενός έτους από της δημοσιεύσεως του νόμου τελέσουν ένα νέο αδίκημα, τότε “ξεπαραγράφονται” αυτές οι πράξεις. 

Πώς θα ελεγχθεί, ότι κάποιος που τέλεσε ένα έγκλημα από της δημοσιεύσεως του νόμου και ένα χρόνο ακόμη, ότι αυτός έχει τελέσει κάποιο άλλο έγκλημα προ της 21 Δεκεμβρίου, για το οποίο μπορούσε να ασκηθεί δίωξη ή είχε ακόμη ασκηθεί; Πού θα βρεθεί αυτό; Γράφεται σε κανένα μητρώο, γράφεται σε κανένα αρχείο, ότι δεν έχει ασκηθεί καν ποινική δίωξη; 

Γι’ αυτό σας λέγω, ότι αυτός ο όρος είναι απατηλός. Δίδει την εντύπωση, ότι ασκεί δήθεν αντιεγκληματική πολιτική, θέτοντας την παραγραφή υπό όρον, αλλά στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτε, διότι είναι αδύνατον να ελεγχθεί εντός της 2ετίας από της δημοσιεύσεως του νόμου, εάν αυτοί που θα εγκληματήσουν τότε, είχαν κάνει μία αξιόποινη πράξη προ της 21 Δεκεμβρίου. 

Ελπίζω, ότι τώρα έγινε αντιληπτό τι εννοούσα. 

Έλεγα λοιπόν, ότι αυτή η παραγραφή, δεν είναι παραγραφή, αλλά είναι αμνηστία. Και είναι αμνηστία, διότι εξαλείφει το αξιόποινον άνευ όρων. Το γιατί, το εξήγησα προηγουμένως. 

Είπε ο κ. συνάδελφος, ότι τα παλαιότερα νομοθετήματα που προέβλεπαν τέτοιες ρυθμίσεις, δεν είχαν κηρυχθεί αντισυνταγματικά από τα Δικαστήρια. Πράγματι, από τα Δικαστήρια δεν είχαν κηρυχθεί αντισυνταγματικά, αλλά από όλους τους εφαρμοστές και τους μελετητές του Δικαίου-και εννοώ ανθρώπους της πράξης και όχι θεωρητικούς-είχαν χαρακτηρισθεί σαν “αμφιβόλου αντισυνταγματικότητος”. Αναφέρομαι στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Α. Μπουρόπουλο, που είναι αυθεντικός ερμηνευτής των Ποινικών Κωδίκων, ο οποίος για τον μεν θεσμό της “παραγραφής” λέγει, ότι συγγενεύει με την αμνηστία, για την δε “υφ’ όρον απόλυση” λέγει, ότι πρόκειται περί “ομαδικής χάριτος” και γι’ αυτό τα θεωρεί αμφιβόλου αντισυνταγματικότητος. 

Υπήρχε, όμως, στο προηγούμενο Δίκαιο, πριν από το Σύνταγμα του 1975, κάποια νομική βάση στο να εκδίδονται αυτά τα νομοθετήματα, δηλαδή στο να μη κηρύσσονται 100% αντισυνταγματικά. Ήταν η διάταξη του άρθρου 39 του παλαιού Συντάγματος, το οποίο έλεγε, ότι “Αμνηστία χορηγείται μόνον επί πολιτικών εγκλημάτων”, αλλά εσιώπα ως προς το εάν είναι δυνατό με νόμο να απονεμηθεί αμνηστία σε κοινά εγκλήματα. Και επομένως, υπήρχε κάποια δυνατότητα να υποστηριχθεί η άποψη, ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να αμνηστεύσει εγκλήματα. 

Ήδη όμως έρχεται το Σύνταγμα του 1975 που διαφέρει σαφέστατα από το Σύνταγμα του 1952 και προσθέτει μια παράγραφο 4, στο άρθρο 47, η οποία λέει το εξής: “Αμνηστία επί κοινών εγκλημάτων ουδέ δια νόμου παρέχεται”. Ανέτρεξα στα Πρακτικά της Συνταγματικής Επιτροπής και της Υποεπιτροπής, για να δω, γιατί θεσπίστηκε αυτή η διάταξη. Και βρήκα την μία και μοναδική περικοπή, που με διαφώτισε και αυτή είναι η εξήγηση που δίνει ο τότε εισηγητής της Πλειοψηφίας κ. Παπαρρηγόπουλος, λέγοντας το εξής: “Η διάταξις αυτή -που ετέθη- υφίστατο εις το Σύνταγμα του 1927, άρθρο 84 παράγραφος 2”. Άρα δεν υπήρχε στο Σύνταγμα του 1952 και δεν υπήρχε και στο παλαιότερο Σύνταγμα. Δι’ αυτής αποκλείεται η χορήγησις αμνηστίας επί κοινών εγκλημάτων, ήτις εις το παρελθόν επετυγχάνετο διά νόμου, ανατρέποντος το αξιόποινον ορισμένων πράξεων. Αυτούς τους νόμους, λοιπόν, που μπορούσαν να ανατρέπουν το αξιόποινον ορισμένων πράξεων σε αμνηστία, ήρθε να καταργήσει ο συνταγματικός νομοθέτης με την παράγραφο 4 και νομίζω, ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος να καλυφθεί αυτή η αντισυνταγματικότητα. 

Επικαλούμαι άλλωστε και τον καθηγητή Ανδρουλάκη στη σελίδα 753, ο οποίος λέει, ότι: “Με την νέα ρύθμιση περιορίζεται σημαντικότατα το πεδίον εφαρμογής του θεσμού εν σχέσει με ό,τι ίσχυε υπό το κράτος προγενεστέρων Συνταγμάτων”. 

Επομένως, η διάταξη δεν διασώζεται με τίποτε. Η παραγραφή αυτή δεν διασώζεται με τίποτε υπό το παρόν καθεστώς. 

Και έρχομαι, στην “υφ’ όρον απόλυσιν”, την οποία ο συνάδελφος της Πλειοψηφίας παραλλήλισε με την “υφ’ όρον απόλυσιν” του Ποινικού Κώδικα, για να μας πει, ότι δεν κάνουμε τίποτε άλλο, παρά ό,τι κάνει ο Ποινικός Κώδικας. Ε, λοιπόν, αυτή η “υφ’ όρον απόλυσις” του νομοθετήματος αυτού δεν έχει καμιά σχέση με την “υφ’ όρον απόλυσιν” του Ποινικού Κώδικα. Γιατί; Έχει βέβαια το κοινό, ότι θέτει κάποιο όριο εκτίσεως ποινής, που είναι αυστηρότερο από εκείνο που θέτει ο Ποινικός Κώδικας. Στον Ποινικό Κώδικα είναι 2/3, εδώ είναι ¾, είναι 4/5 κ.λπ. Όμως, στον Ποινικό Κώδικα η “υφ’ όρον απόλυσις”, που είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο σωφρονιστικό μέτρο, παρέχεται και υπό άλλες προϋποθέσεις: Ότι ο κατάδικος έχει δείξει καλή διαγωγή, ότι έχει ικανοποιήσει πλήρως τον παθόντα και ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που κρίνει αυτές τις προϋποθέσεις, βλέπει ότι υπάρχει “προσδοκία εντίμου εν τω μέλλοντι βίου”. 

Βλέπετε καμιά τέτοια προϋπόθεση σ’ αυτό το νομοθέτημα; Εδώ με ένα απολύτως μηχανιστικό κριτήριο, ευθύς μόλις εκτίσει τα προβλεπόμενα όρια, βγαίνει στην ελεύθερη κοινωνία ο κάθε εγκληματίας, είτε έχει σωφρονισθεί, είτε δεν έχει σωφρονισθεί, είτε είναι επικίνδυνος, είτε δεν είναι επικίνδυνος. Αντιλαμβάνεσθε, που οδηγούμεθα, κύριοι συνάδελφοι. 

Και γιατί αυτή η διάταξη είναι αντισυνταγματική; Μα, για τον απλούστατο λόγο, ό,τι έτσι όπως προβλέπεται σ’ αυτό το νομοθέτημα, χαρίζει τελικά υπόλοιπα ποινών. Και πώς τα χαρίζει αυτά τα υπόλοιπά; Θα σας εξηγήσω αμέσως. Η “υφ’ όρον απόλυσις” του Ποινικού Κώδικα συνίσταται στο ότι βγαίνει ο κατάδικος μετά τα 2/3 και για το υπόλοιπο της ποινής του -όσο υπόλοιπο του μένει- εκτίει την ποινή του “εν ελευθερία και υπό επίβλεψιν”. Αν βγει δηλαδή ένας, που έχει καταδικαστεί σε 15ετή κάθειρξη, στα 10 χρόνια, εκτίει την ποινή του “εν ελευθερία” δηλαδή εκτίει άλλα 5 χρόνια. Και αν δεν υποπέσει σε νέο έγκλημα, βεβαίως θεωρείται εκτιθείσα η ποινή. 

Εδώ τί κάνει το νομοθέτημα αυτό; Βάζει 2 χρόνια για όλους. Δηλαδή αρκεί σε 2 χρόνια να μην υποπέσει σε έγκλημα και θεωρείται η ποινή αποτιθείσα. Και τι γίνεται με το υπόλοιπον λοιπόν, μέχρι να εξαντληθεί το όριο της ποινής; 

Μα, αυτό το υπόλοιπο χαρίζεται. Είναι λοιπόν ή δεν είναι αυτό χάρη; Και δεν είναι σφετερισμός της προνομίας του Ανωτάτου Άρχοντος; 

Υποστηρίζω, επίσης, ότι αυτό το νομοθέτημα παραβιάζει την ισότητα. Και δεν είναι μόνο αυτή η παραβίαση, που προσπάθησε ο συνάδελφος της Πλειοψηφίας να αντικρούσει, ότι δηλαδή αυτοί που εγκλημάτησαν πριν από τις 21 Δεκεμβρίου ευεργετούνται και οι άλλοι όχι. Βεβαίως, είναι μια σοβαρότατη παραβίαση της αρχής της ισότητας, διότι ισότητα σημαίνει και ισότητα στην ποινική μεταχείριση. Οι εγκληματίες που κάνουν τα ίδια εγκλήματα, έχουν την αξίωση να έχουν και την ίδια ποινική μεταχείριση. Και δεν βρίσκω, γιατί δεν είναι παραβίαση να ευεργετείται αυτός που εγκλημάτησε στις 20 Δεκεμβρίου και να μην ευεργετείται εκείνος, που εγκλημάτησε στις 22 Δεκεμβρίου, είναι κριτήριο η 21 Δεκεμβρίου, η ημέρα που εξήγγειλε ο κ. Υπουργός τα μέτρα αυτά; 

Αλλά πέρα από αυτό η παραβίαση της ισότητας βρίσκεται αλλού. Μεταχειρίζεται προνομιακά το νομοθέτημα τους σκληρότερους εγκληματίες και αγνοεί τους ελαφρότερους. Γιατί τι κάνει; Ευεργετεί αυτούς που καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινή, ποινή δηλαδή, την οποία ούτε μετέτρεψε το Δικαστήριο, ούτε επέβαλε χρηματική ποινή -αυτό γίνεται στους σκληρότερους εγκληματίες, όχι στους ελαφρότερους- και εκείνους των οποίων η ποινή μετετράπη ή επεβλήθη χρηματική ποινή, αυτούς δεν τους ευεργετεί. Αυτοί και την ποινή τους πλήρωσαν και στο Ποινικό Μητρώο είναι γραμμένοι. Είναι ή δεν είναι άνιση μεταχείριση αυτή. […] 

 

 

Αλλά δεν είναι μόνο, ότι μεταχειρίζεται προνομιακά τους σκληρότερους εγκληματίες. Και μεταξύ των σκληρότερων κάνει άλλη μια ακατανόητη μεταχείριση. Ευνοεί τους φυγόδικους και δεν ευνοεί αυτούς που ήσαν νομοταγείς και εξέτισαν την ποινή τους. Δηλαδή, όποιος καταδικάστηκε σε μια ολιγόμηνη ή ολιγοήμερη φυλάκιση και πήγε και την εξέτισε, καλώς την εξέτισε, ενώ εκείνος ο οποίος φυγοδικεί και δεν συλλαμβάνεται, αυτού αφίενται οι αμαρτίες. Είναι λοιπόν ή δεν είναι παραβίαση της ισότητας; 

Τέλος, κύριοι συνάδελφοι, αναφέρομαι στο άρθρο 20, που ο συνάδελφος της Πλειοψηφίας προσπάθησε να ερμηνεύσει κατά τον τρόπο του, δηλαδή τα όρθρο εκείνο του Συντάγματος που προβλέπει την παροχή εννόμου προστασίας. Και αναφέρομαι, βεβαίως, στα θύματα των εγκλημάτων αυτών, τα οποία προφανώς δεν τα σκέφθηκε ο κύριος Υπουργός, όταν κατήρτιζε το νομοσχέδιο. “Έκαστος δικαιούται εις παροχήν εννόμου προστασίας -λέγει το άρθρο- υπό των Δικαστηρίων και δύναται να ανάπτυξη ενώπιον τούτων τας απόψεις του περί των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του, ως νόμος ορίζει”. Αυτό το “ως νόμος ορίζει” δεν έχει την έννοια, την οποία ανέπτυξε ο συνάδελφος της Πλειοψηφίας. Σημαίνει ότι θα εκδοθεί κάποιος νόμος και θα καθορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες θα παρέχεται η έννομος προστασία και θα πηγαίνει ο πολίτης να αναπτύξει τα δικαιώματά του και τα συμφέροντά του. Δεν εννοεί, ότι μπορεί να έρχεται ο κοινός νομοθέτης και να αφαιρεί, να αποστερεί ή να περιορίζει το δικαίωμα παροχής.

Print
1097 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςPrivacy Statement© 2025 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω