ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ Β'-2 ΙΟΥΛΙΟΥ 1997(Ν.2515/1997):Συζήτηση άρθρων Σ.Ν. Υπ.Οικονομίας"Άσκηση επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού,λειτουργία Σωμ. Ορκ. Εκτ(ΣΟΕ)κλπ
Αν παρακολουθήσει κανείς τις μεταμορφώσεις που υπέστη αυτό το άρθρο από τη στιγμή που κατετέθη στην Βουλή ως νομοσχέδιο, μέχρι αυτήν τη στιγμή που διένειμε ο Υπουργός τις τροποποιήσεις του, θα καταλάβει σε όλο της το μέγεθος και εναργέστατα την ασυνεννοησία που επικρατεί στην Κυβέρνηση και την ανικανότητα συγκρότησης μίας ενιαίας πολιτικής, αν τύχει και κάποιο θέμα, άπτεται περισσοτέρων Υπουργείων και ανήκει σε περισσότερους κοινωνικούς κλάδους. Διότι πραγματικά με αυτήν τη διάταξη και τις μεταμορφώσεις τις οποίες υπέστη, προκύπτει εναργέστατα ότι ανάμεσα στα μέλη της Κυβέρνησης δεν υπάρχει συνεννόηση και ενιαία πολιτική, όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο -αυτό θα ήταν το λιγότερο που θα μας ενδιέφερε- όσο κυρίως σε πολιτικό επίπεδο, σε επίπεδο κυβερνητικής προοπτικής.
'Ετσι ήρθε μία διάταξη, η οποία ρύθμιζε το θέμα της άσκησης του επαγγέλματος φοροτεχνικού λογιστή από τη σκοπιά του Υπουργείου Οικονομικών και με συγκεκριμένες παρωπίδες χωρίς καν το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας να έχει την ελάχιστη επίγνωση του τεραστίου προβλήματος, το οποίο άγγιξε με τη διάταξη, δηλαδή του προβλήματος της κατοχύρωσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχιούχων των ΤΕΙ. Είναι ένας σταυρός μαρτυρίου για όλες τις κυβερνήσεις. Νομίζω ότι εδώ η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την εικόνα που παρουσίασε σχετικά με αυτήν τη διάταξη έδειξε ότι είναι εκείνη η Κυβέρνηση, που έχει την ελαχίστη επίγνωση του προβλήματος, με εξαίρεση βέβαια τον Υπουργό Παιδείας, ο οποίος το έχει καθημερινά προ οφθαλμών.
'Επρεπε να απευθυνθεί ειδικό έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας, να γίνει όλη αυτή η συζήτηση, για να έρθει μία διάταξη στο τέλος, η οποία επιβεβαιώνει αυτά που λέω. Μόνο εκ του προχείρου διευθέτηση του προβλήματος κάνει τώρα ο Υπουργός, ώστε να να υπάρξει μία σχετική ικανοποίηση αυτής της κατηγορίας πτυχιούχων και μάλιστα με έναν τρόπο που τονίζει ακόμα περισσότερο τη διαφοροποίηση με τα απαράδεκτα χρονικά όρια, τα οποία θέτει για την άσκηση του επαγγέλματος και τα οποία τόνισαν και χαρακτήρισαν ως απαράδεκτα και οι συνάδελφοι της πλειοψηφίας.
Το θέμα είναι εκρηκτικό και θα υπάρξει νέα έκρηξη μετά τη ψήφιση της διάταξης αυτής με τις τροποποιήσεις της.
Διότι θα αναμείνουμε αμέσως την αντίδραση άλλων πτυχιούχων των ΤΕΙ, π.χ. των τεχνικών μηχανικών, οι οποίοι βρίσκονται σε μόνιμη αντίθεση με το άλλο επιμελητήριο-συντεχνία (και δεν λέω με αρνητική έννοια τον όρο "συντεχνία") το Τεχνικό Επιμελητήριο. Η διάταξη αυτή θα ανατραπεί τάχιστα, όχι διότι θα έρθει μεθαύριο η Νέα Δημοκρατία και ασφαλώς θα την αλλάξει, αλλά διότι από την επομένη θα σημειωθούν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε άλλους κλάδους και θα βρεθεί η Κυβέρνηση πάλι προ αδιεξόδου.
'Αλλωστε δεν λύνεται το πρόβλημα και των πτυχιούχων ΤΕΙ με τη διάταξη που φέρνει, τώρα το Υπουργείο, διότι παραμένει εκκρεμές το ερώτημα: Τι θα γίνει αν εφαρμοστεί το άλλο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο ανοίγει τις διόδους κυκλοφορίας μεταξύ ΤΕΙ και ΑΕΙ και επιτρέπει σε πτυχιούχους ΤΕΙ να μετέχουν σε μεταπτυχιακά τμήματα ΑΕΙ, να παίρνουν μεταπτυχιακό δίπλωμα και επομένως να εξομοιώνονται; Με αυτούς τι θα γίνει; Θα πρέπει να έχουν δώδεκα έτη πρακτικής εξάσκησης, για να πάρουν την άδεια πρώτης τάξεως;
Από την άλλη πλευρά, θα ήθελα να τονίσω το εξής: Η Νέα Δημοκρατία απ' αρχής στάθηκε υπέρ της ανάγκης ενός κανονιστικού πλαισίου για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού. Κανένα επάγγελμα δεν μπορεί να είναι εκτός κανονιστικών πλαισίων, αλλά όχι βέβαια με αυτά τα πλαίσια, ακόμη και τα τροποποιημένα, τα οποία είναι τεχνικά πλαίσια, τυπικά πλαίσια και δεν λαμβάνουν υπόψη την ουσία της σημερινής οικονομικής συγκρότησης και δραστηριότητας, η οποία στηρίζεται στην αξιοκρατία, στην πραγματική ικανότητα άσκησης ενός επαγγέλματος και δευτερευόντως στο είδος του τίτλου, τον οποίο διαθέτει ο καθένας.
Η θέση μας είναι σαφής. Το κανονιστικό πλαίσιο πρέπει να υπάρχει. Πρέπει να υπάρχει έλεγχος της Πολιτείας, αλλά ο έλεγχος να κατευθύνεται μόνο προς μία κατεύθυνση. Να εξασφαλίζεται, ώστε την άδεια της οποιασδήποτε κατηγορίας να την λαμβάνουν εκείνοι που έχουν την πραγματική ικανότητα να ασκούν το επάγγελμα.
Ο σωστός τρόπος είναι οι εξετάσεις, η αυστηρή επιλογή, και βεβαίως, ως αφετηρία η βαθμίδα της εκπαίδευσης, αλλά όχι αποκλειστικά. Ιδιαίτερα στο θέμα των ΤΕΙ είναι γνωστή η οδηγία της ΕΟΚ, είναι γνωστή η εξέλιξη στην Ευρώπη. Δεν είναι δυνατόν και με τις βελτιωμένες αυτές διατάξεις να καθιερώνουμε τέτοιες απαράδεκτες διαφοροποιήσεις.
Η Νέα Δημοκρατία σαφώς καταψηφίζει τη διατάξη. Καταψήφισε το νομοσχέδιο και το είπαμε από την αρχή. Δεν καταλαβαίνω πώς δημιουργούνται αυτές οι απορίες "ποιά είναι η θέση μας".
'Οσον αφορά το Οικονομικό Επιμελητήριο, είναι γνωστό ότι η Νέα Δημοκρατία το ίδρυσε επί Υπουργείας 'Εβερτ. Επομένως δεν στρεφόμεθα εναντίον του θεσμού όπως εναντίον κανενός επιμελητηρίου, το οποίο είναι συντεχνιακή οργάνωση. Γιατί πρέπει να περιφρουρεί τα επαγγελματικά δικαιώματα της συγκεκριμένης επαγγελματικής τάξης. Και καλώς κάνει και καλώς θα συνεχίσει να το κάνει. Αλλά το δικό μας χρέος ποιό είναι; Να ταυτιζόμεθα πότε με το ένα επιμελητήριο και πότε με το άλλο επιμελητήριο, ανάλογα με τα πολιτικά συμφέροντα της συγκυρίας; Αλίμονο, αν εμείς οι Βουλευτές εκπροσωπούμε μόνο επαγγελματικές τάξεις.
Θα ήθελα αυτά που είπε ο κ. Κατσανέβας υπερηφάνως υπέρ των οικονομολόγων, τους οποίους εκπροσωπεί, να τα ακούσει καλά και η εκλογική του περιφέρεια, από την οποία προέρχεται, για να καταλάβει ποιούς εκπροσωπεί.
Το Οικονομικό Επιμελητήριο θα κάνει τη δουλειά του, όπως την αντιλαμβάνεται. Και θα την κάνει ως επαγγελματική οργάνωση. Αλλά είναι δυνατόν σε μία επαγγελματική οργάνωση, που έχει οριοθετημένα και γνωστά ενδιαφέροντα, να της αναθέσουμε carta bianca, εν λευκώ δηλαδή να ρυθμίζει ολόκληρη τη διαδικασία άσκησης του επαγγέλματος του φοροτεχνικού πέραν των τυπικών προϋποθέσεων, τις οποίες έδωσε το Υπουργείο και μάλιστα με τόσο τυπικά κριτήρια; [...]
Ήθελα, να τονίσω και το δεύτερο στοιχείο για το οποίο καταψηφίζουμε τη διάταξη με έμφαση. Και είναι ακριβώς η εξουσιοδότηση, η οποία δίδεται στο Οικονομικό Επιμελητήριο να ρυθμίσει τα πάντα. Το ότι μπαίνει και κάπου μια γνώμη του Οικονομικού Επιμελητηρίου στο διάταγμα που θα εκδοθεί, αυτό όχι μόνο δεν αλλάζει τα πράγματα, αλλά τα κάνει και ακόμα χειρότερα.
Η Βουλή πρέπει η ίδια να ρυθμίσει τις βασικές προϋποθέσεις άσκησης αυτού του επαγγέλματος, όπως και όλων των επαγγελμάτων. Οι δικηγόροι παίρνουν άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος κατόπιν εξετάσεων αυστηρών και προβλέπεται στον κώδικα των δικηγόρων πώς γίνονται αυτές οι εξετάσεις. Δηλαδή, προβλέπονται με νόμο. Και αν αλλάξει το σύστημα ο Δικηγορικός Σύλλογος, θα έρθει μια διάταξη για να την εγκρίνουμε.
Για τους φοροτεχνικούς και τους λογιστές, γιατί να μην υπάρχει κανένας έλεγχος της Βουλής; Γιατί δεν καθορίζουμε εμείς τα βασικά για την άσκηση του επαγγέλματος;
Για όλους αυτούς τους λόγους, εμείς καταψηφίζουμε τη διάταξη. Και αν είναι παρών και ο κ. Δραγασάκης, για να του λύσω και μερικές απορίες, του διευκρινίζω, ότι και κανονιστικό πλαίσιο θέλουμε και εναντίον του Οικονομικού Επιμελητηρίου δεν έχουμε τίποτε. Το θέλουμε, αλλά μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του.
Κυρίως, αυτό που ήθελα να πω, είναι ότι τελικά δεν κατάλαβα τι υποστήριξε ο Συνασπισμός. Μου επιτρέπεται αυτό το ερώτημα, γιατί ο κ. Δραγασάκης ξεκίνησε απευθυνόμενος στη Νέα Δημοκρατία. Συμφώνησε με τη διάταξη; Δεν συμφώνησε με τη διάταξη; 'Η ικανοποιήθηκε, διότι ο κύριος Υπουργός τους εμπειροτέχνες τους ονόμασε Δ' τάξεως; Πραγματικά, αυτή είναι μια φοβερή ικανοποίηση -υποθέτω- του κ. Δραγασάκη, ώστε να δώσει και τις ευλογίες του στη διάταξη.[...]
Σε χώρους οι οποίοι ανήκουν στην ιδιωτική πρωτοβουλία -και εδώ η λειτουργία αυτών των οργανισμών είναι θέμα των ιδίων των ενδιαφερομένων των συναιτεριστών- δεν πρέπει να επεμβαίνει το κράτος και να επιβάλει κανόνες, παρά μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, εκεί που χρειάζεται ένα κανονιστικό πλαίσιο.
Τη στιγμή που αυτοί οι οργανισμοί οργανώνονται με τα καταστατικά τους, τα οποία μπορούν να προβλέπουν τα πάντα, ποιος ο λόγος να έρχεται η πολιτεία να ταράζει τα καλώς κείμενα και να βάζει δικούς της όρους και προϋποθέσεις, οι οποίοι μπορεί να δημιουργούν πάρα πολλές υπόνοιες;
Εδώ, όπως ανέπτυξαν οι συνάδελφοι που προέρχονται από περιοχές οι οποίες διαθέτουν αυτού του είδους τις συνεταιριστικές οργανώσεις και ξέρουν τα πράγματα πολύ καλά, προέκυψε ότι όλα λειτουργούσαν ομαλά. Διαμαρτυρίες, πλην κάποιες κομματικής φύσεως, δεν υπήρχαν από τους καθ' εαυτό ενδιαφερομένους. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να έρθει η πολιτεία και να αλλάξει τον τρόπο εκλογής των συμβουλίων;
Πολύ περισσότερο μάλιστα, που όπως ανέπτυξε ειδικά για τη Φθιώτιδα ο κ. Χειμάρας, υπάρχει και παρασκήνιο στην υπόθεση αυτή. Γίνεται μία ρύθμιση για ν' αλλοιώσει την πολιτική βούληση των ενδιαφερομένων. Επομένως, ο κύριος Υπουργός, αφενός μεν πρέπει να μας δώσει εξηγήσεις για το πώς αιφνιδίως εμπνεύσθηκε να καταστήσει, υποτίθεται, δημοκρατικότερους τους όρους λειτουργίας αυτών των οργανισμών και ν' αλλάξει τον τρόπο εκλογής των συμβουλίων. Και από την άλλη μεριά να μας πει ποιες προτάσεις υπάρχουν και ποιοι προκάλεσαν αυτήν την αλλαγή στάσης.
Πιστεύουμε, και γι'αυτό καταψηφίζουμε εντόνως τη διάταξη, ότι εδώ υπάρχει παρεμβολή κομματικού παράγοντα, κομματικής νοοτροπίας, διάθεσης κομματικού ελέγχου, χώρων που προφανώς έχει εκτιμήσει η Κυβέρνηση ότι δεν ελέγχονται αρκούντως από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και έτσι δημιουργεί αυτού του είδους τις παρεμβάσεις.[...]
Ήθελα να εκφέρω κάποιες σκέψεις σχετικά με το άρθρο 6 και με το άρθρο 7.
Το άρθρο 6 βελτιώνει το νόμο για τη νομιμοποίηση των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και σωστά λαμβάνει ορισμένα μέτρα. 'Ηθελα απλά να ρωτήσω τον κύριο Υπουργό, εάν τελεί εν γνώσει τους η Επιτροπή που επιβλέπει την εφαρμογή του νόμου και ιδιαίτερα ο Πρόεδρός της, ο Εφέτης, κ. Βαρδαβάκης.
Το λέω αυτό, διότι στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε λεπτομερώς τα μέλη της Επιτροπής και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και κυρίως τις δυσκολίες, τις οποίες αντιμετωπίζουν.
Η αίσθησή μας ήταν, άλλωστε θα σας υποβληθεί και πόρισμα της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ότι δεν είναι επαρκώς εξοπλισμένοι από το νόμο, για να ασκούν τις εξουσίες, τις οποίες αναμένουμε να ασκούν, κατά την εποπτεία της κίνησης των χρημάτων.
Το ένα ερώτημα είναι αν αυτές οι τροποποιήσεις προέρχονται από πρόταση της ιδίας Επιτροπής και το δεύτερο θέμα είναι ότι τις θεωρώ πολύ ανεπαρκείς και, επίσης, αν υπάρχουν και άλλες βελτιώσεις, οι οποίες πρόκειται να έλθουν.
Παραδείγματος χάριν, μία διαπίστωση ήταν ότι η Επιτροπή αυτή δεν έχει καθόλου ανακριτικές αρμοδιότητες, δεν έχει καμία εξουσία να επέμβει με τρόπο ανακριτικό και να λάβει κάποια μέτρα. Το μόνο που κάνει, είναι να οσμιστεί ότι κάποια παράνομη διακίνηση χρήματος γίνεται και αυτό που βλέπω εδώ είναι, ότι η μόνη δυνατότητα που της δίνεται, είναι να στείλει έναν φάκελο και ένα έγγραφο στον Εισαγγελέα.
Θα ήθελα, λοιπόν, να ρωτήσω, αν αντιμετωπίζει το Υπουργείο την περίπτωση να προκαλέσει μια γενικότερη αναμόρφωση του τρόπου λειτουργίας της Επιτροπής, για να της δώσει μεγαλύτερες εξουσίες και δυνατότητες ενεργειών.
Όσον αφορά την αποζημίωση, την οποία έθεσε ο συνάδελφος, εδώ υπάρχει και το θέμα, ότι τα μέλη αυτά δεν εργάζονται αποκλειστικά στην Επιτροπή αυτή, αλλά παράλληλα με το κύριο έργο τους. Ο Πρόεδρος, ας πούμε, που είναι εφέτης, έχει όλο τον όγκο της εργασίας του ως δικαστής και παράλληλα κάνει και αυτό το έργο. Επομένως, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του.
Τι σημαίνει αυτή η αποζημίωση εδώ, η οποία αντιλαμβάνομαι ότι θα είναι μεγαλύτερη από το σύνηθες; Θα σημαίνει παράλληλα και μία απαλλαγή από τα βασικά καθήκοντα;
Ως προς το άρθρο 7, έχω την εξής παρατήρηση, την οποία θέλω να λάβετε υπόψη σας και να μας δώσετε και κάποιες απαντήσεις. Ξέρω ποιο είναι το πρόβλημα. Oρισμένοι υπάλληλοι των Υπουργείων είναι εκτεθειμένοι σε διώξεις, πολύ περισσότερο από άλλους συναδέλφους τους, είναι κυρίως εκείνοι, οι οποίοι έρχονται σε επαφή με το κοινό και λαμβάνουν δυσμενή μέτρα εις βάρος διαφόρων συμπολιτών μας.
Το έζησα πολύ αυτό το θέμα στο Υπουργείο Πολιτισμού σε σχέση με τους αρχαιολόγους, εναντίον των οποίων υποβάλλονται αθρόες μηνύσεις για τις ανασκαφές ή τις δεσμεύσεις, τις οποίες είναι υποχρεωμένοι να κάνουν. Το ίδιο ασφαλώς θα συμβαίνει και με τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας σε σχέση με δυσάρεστα μέτρα, τα οποία λαμβάνουν εναντίον των πολιτών.
Και εκεί είχαμε ψηφίσει μία διάταξη, να μπορούν να τους υπερασπίζονται τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Εδώ όμως, έτσι όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη, σημαίνει ότι όλοι δικαιούνται να έχουν τη νομική συμπαράσταση του Νομικού Συμβουλίου, ακόμη δηλαδή και ο υπάλληλος που δέχεται τα εισερχόμενα του πρωτοκόλλου και γράφει αριθμούς πρωτοκόλλου, εάν ο Υπουργός κρίνει ότι οι υπάλληλοι αυτοί ενήργησαν για το συμφέρον της υπηρεσίας.
Έτσι ορισμένοι υπάλληλοι θα εμφανίζονται ενώπιον του δικαστηρίου με το τεκμήριο ότι ενήργησαν για το συμφέρον της υπηρεσίας, αφού ο υπουργός έκρινε και τους έστειλε νομικό παραστάτη, και άλλοι θα εμφανίζονται ότι δεν ενήργησαν για το συμφέρον της υπηρεσίας, αφού ο υπουργός δεν τους έδωσε συνήγορο. Νομίζω, ότι πρέπει να την κρατήσετε τη διάταξη και να τη διατυπώσετε αλλιώς.
Έχω την αίσθηση ότι η πρόθεσή σας είναι να έχουν νομικό σύμβουλο πάντοτε εκείνοι οι υπάλληλοι, που τα καθήκοντά τους συνδέονται με εκτέλεση υπηρεσιών, που τους εκθέτουν έναντι του κοινού σε μηνύσεις αβάσιμες και σε κάθε άλλου είδους διώξεις.
Αυτό όμως δεν πρέπει να αφεθεί στην εκτίμηση του Υπουργού, αλλά πρέπει εκ προοιμίου εκεί που λέτε "κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους" να συνεχίσει το άρθρο και να μπει "και εφόσον η εκτέλεση των καθηκόντων τους συνεπάγεται δραστηριότητα που εξυπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας". Δηλαδή, να μην επαφίεται στην εκτίμηση του Υπουργού εάν ενήργησαν ή δεν ενήργησαν προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Γιατί έτσι μπορούμε να φθάσουμε και στην απαράδεκτη και βέβαια φανταστική μάλλον πιθανότητα, που δεν συνδέεται με τους παρόντες Υπουργούς, ένας Υπουργός για κομματικούς λόγους στον ένα υπάλληλο να δίνει νομικό παραστάτη τον νομικό σύμβουλο και στον άλλο, που δεν είναι κομματικός του φίλος, να μην δίνει.
Επομένως, χρειάζεται κάποια άλλη μελέτη και διατύπωση το άρθρο 7.[...]
Δεν απήντησε ο κύριος Υπουργός στα ερωτήματα που έθεσα και ίσως έχω μία κατανόηση, γιατί είναι θέμα που αναφέρεται στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και δεν είναι ενήμερος. Δηλαδή δεν μου απάντησε στο τι θα γίνει με την επιτροπή, που με το άρθρο 6, μεταφέρεται καλώς στο Υπουργείο Οικονομικών, εν σχέσει με τις αρμοδιότητές της, αν πρόκειται να επεκταθούν, αν πρόκειται να ενισχυθούν, αν πρόκειται να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία, τα οποία έχει ο προϊστάμενος δικαστικός κ. Βαρδαβάκης, και που οι προτάσεις του είναι πάρα πολύ λογικές και σοβαρές.
Χρειάζονται και άλλες νομοθετικές μεταβολές. Αυτά τα λέω, όχι για να κατακρίνω το άρθρο. Συμφωνούμε και με την επέκταση των εγκλημάτων και με τη μεταφορά στο Υπουργείο Οικονομικών και με τη στήριξη της επιτροπής, αλλά λέω ότι είναι ανεπαρκή. Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της επιτροπής.
Σε σχέση με το άρθρο 7, εγώ θα έλεγα να το μελετήσετε, και να το φέρετε αύριο, διότι έτσι όπως είναι διατυπωμένο, δημιουργεί ερωτηματικά. Πώς αφήνετε στον Υπουργό ανεξέλεγκτα το δικαίωμα να κρίνει, αν ο υπάλληλος ενήργησε για τα συμφέροντα ή αν δεν ενήργησε για τα συμφέροντα της υπηρεσίας;
Δημιουργείται άνιση μεταχείριση. Κάπου αλλού πρέπει να βρεθεί το κριτήριο, ποιοι υπάλληλοι θα έχουν νομικό παραστάτη από το Νομικό Συμβούλιο και ποιοι δεν θα έχουν. 'Οτι υπάρχει ανάγκη, υπάρχει. Οι εφοριακοί ή άλλοι που λαμβάνουν δυσμενή μέτρα κατά των πολιτών είναι εκτεθειμένοι σε πολλές άδικες επιθέσεις, διώξεις μηνύσεις κλπ. Αλλά και το ποιοι έχουν αυτό το νομικό παραστάτη, δεν πρέπει να εξαρτάται απόλυτα από την εκτίμηση του Υπουργού. Πρέπει να βρεθεί ένα αντικειμενικό κριτήριο.