ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ Θ΄-18.10.1982 (Ν.1303/1982):Νομοσχεδίο Υπ. Εσωτερικών "για την κατάργηση του σταυρού προτίμησης υπέρ των υποψηφίων βουλευτών".
Με έκπληξη άκουσα τον συνάδελφο κ. Παπανδρέου, ο οποίος διέβλεψε κρίση στη Νέα Δημοκρατία εξ αφορμής αυτού του νομοσχεδίου. Μα, αν υπήρξε ένα νομοσχέδιο, από τα τόσα που έφερε η Κυβέρνηση αυτή την χρονιά, που απέβλεπε σε ένα και μόνο, στο να καταπνίξει κρίσεις μέσα στο Κόμμα που κυβερνάει, ήταν αυτό το νομοσχέδιο. Τουλάχιστον σ’ αυτό το σημείο θα έπρεπε ο προλαλήσας συνάδελφος να είναι πιο προσεκτικός.
Πράγματι, κύριοι συνάδελφοι, είναι λυπηρό, ότι ένα τόσο θεμελιώδες νομοθέτημα, ένα νομοθέτημα που θα μπορούσε να διαμορφώσει θετικά την πολιτική ζωή της Χώρας, έρχεται να ψηφισθεί υπό συνθήκες ανωμαλίας. Δεν είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο ήλθε αυτό το νομοσχέδιο -βιαστικά, αποκομμένα από το εκλογικό νομοθέτημα- δεν είναι μόνο το περιεχόμενό του, ένα περιεχόμενο άκαμπτο, μονολιθικό που δεν επιτρέπει κανένα διάλογο, αλλά είναι κυρίως η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία συζητήθηκε και εξακολουθεί να συζητείται, μια ατμόσφαιρα που μαρτυρεί αυτό που δήλωσα και στην αρχή: Ότι δυστυχώς το νομοθέτημα αυτό χρησιμοποιήθηκε για να ικανοποιήσει στενά κομματικά συμφέροντα και κομματικούς στόχους.
Δεν είναι πρόθεσή μου, ούτε ήταν από την αρχή, κύριοι συνάδελφοι, να ασχοληθώ με αυτά τα θέματα που έθεσαν με τόση επιτυχία οι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας και που έχουν γίνει και στο πανελλήνιο έντονα αισθητά. Αν τα αναφέρω, είναι μόνο και μόνο για να εκφράσω ένα παράπονο: Ότι η κυβέρνηση και ένα εξέχον στέλεχός της, όπως είναι ο κ. Υπουργός των Εσωτερικών, με το να συνοδεύσουν αυτό το νομοθέτημα με κοντόφθαλμους πολιτικούς και κομματικούς στόχους, στέρησαν το Σώμα, στέρησαν και εμάς τους Βουλευτάς της Αντιπολιτεύσεως, από την δυνατότητα να κάνουμε ένα σωστό εποικοδομητικό διάλογο, να σταθούμε πάνω από κομματικά συμφέροντα σε ένα τόσο θεμελιώδες νομοθέτημα και ίσως-κάτι τέτοιο δεν θα ήταν καθόλου απίθανο- να καταλήξουμε σε ένα σύστημα που θα μπορούσε πράγματι να προωθήσει την Δημοκρατία στον Τόπο μας.
Με αυτά δεν θέλω να αποκρύψω την γνώμη μου για το νομοθέτημα και να την συγκαλύψω ενδεχομένως πίσω από ερμηνείες κομματικές ή πολιτικές.
Πιστεύω, κύριοι συνάδελφοι, ότι το σύστημα που επικρατεί, το σύστημα του σταυρού, είναι κακό, διότι είναι, ένα ακραίο σύστημα. Οδηγεί στο προσκήνιο και στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε ένα παράγοντα της πολιτικής ζωής, στον ψηφοφόρο, ενώ παραμερίζει, εκμηδενίζει έναν άλλο εξ ίσου σημαντικό παράγοντα, που κατοχυρώνεται και στο Σύνταγμά μας, που είναι το Κόμμα.
Αλλά εξ ίσου κακό, αν όχι χειρότερο, είναι και το σύστημα που προτείνεται από την Κυβέρνηση, γιατί και αυτό είναι εξ ίσου ακραίο. Εδώ εκμηδενίζεται ο παράγοντας ψηφοφόρος και αναδεικνύεται μονόπλευρα και μονολιθικά ο άλλος παράγοντας, το πολιτικό Κόμμα, και στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση και για την επόμενη Βουλευτική περίοδο μόνο ο αρχηγός του Κόμματος.
Πέρα όμως απ’ αυτή τη μονολιθικότητα και την μονομέρεια που εξαφανίζει το εισαγόμενο νομοθέτημα, νομίζω ότι συγκεντρώνει και πολλές επιφυλάξεις όσον αφορά την αρμονία του με το Σύνταγμά μας.
Συνήθως επιστρατεύεται η αμεσότητα της εκλογής, σαν το στοιχείο εκείνο που στηρίζει την ενδεχόμενη αντίθεση του νομοθετήματος αυτού, με το Σύνταγμά μας. Δεν νομίζω, κύριοι συνάδελφοι, ότι είναι αντισυνταγματικό το νομοθέτημα αυτό που εισάγει η Κυβέρνηση, γιατί θίγει την αμεσότητα, διότι η έννοια της αμεσότητας, η οποία έχει επικρατήσει στην επιστήμη και έχει καθιερωθεί και με απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου -και επικαλούμαι διότι και το Σύνταγμά μας έχει σχεδόν πανομοιότυπη την ίδια διάταξη με το Γερμανικό Σύνταγμα- έχει το εξής περιεχόμενο: Ότι μεταξύ της ψήφου και του εκλογικού αποτελέσματος δεν πρέπει να παρεμβάλλεται μια άλλη αυτοδύναμη πολιτική βούληση, που θα αλλάξει την πορεία της ψήφου προς το αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, η αμεσότητα τοποθετείται στο τελευταίο στάδιο μεταξύ ψήφου και αποτελέσματος. Αυτή είναι μια τεχνοκρατική έννοια της αμεσότητας, που δεν πιστεύω ότι χρειάζεται να την εγκαταλείψουμε. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι με βάση αυτή την έννοια της αμεσότητας δεν πάσχει το συγκεκριμένο νομοθέτημα.
Αλλού, όμως, είναι η δυσαρμονία του προτεινόμενου νομοθετήματος με το Σύνταγμα. Βρίσκεται στην άλλη ιδιότητα, στο άλλο χαρακτηριστικό που πρέπει να έχει η ψηφοφορία και κατοχυρώνεται επίσης και στο δικό μας Σύνταγμα, όπως και στο Γερμανικό, στην ελευθερία της ψηφοφορίας, στην ανάγκη η ψήφος και το αποτέλεσμα να είναι προϊόντα ελευθερίας.
Το Γερμανικό Σύνταγμα λέγει ότι η ψηφοφορία πρέπει να είναι άμεση, μυστική, καθολική και ελεύθερη. Το δικό μας Σύνταγμα, στο άρθρο 51 παρ. 3 μιλάει για άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία, αλλά διαθέτει μια πολύ σημαντική ξεχωριστή διάταξη στο άρθρο 52 παρ. 1 που ορίζει ότι: “Η ελευθέρα και ανόθευτος εκδήλωσις της λαϊκής θελήσεως, ως έκφρασις της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύησιν πάντων των λειτουργών της Πολιτείας”.
Η ψηφοφορία λοιπόν και η εκλογή δεν αρκεί μόνο να είναι άμεση, αλλά πρέπει να είναι και ελεύθερη. Και τι σημαίνει “ελεύθερη”, κύριοι συνάδελφοι, “Ελεύθερη” δεν σημαίνει μονάχα να μην είναι προϊόν καταναγκασμού, είτε σωματικού είτε ψυχολογικού, αλλά να είναι ελευθερία της επιλογής από το πρώτο στάδιο της εκλογικής διαδικασίας μέχρι το τελευταίο. Η ελευθερία που πρέπει να διέπει την ψηφοφορία και να κατοχυρώνεται, κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι τοποθετημένη στο τελευταίο στάδιο, όπως είναι η αμεσότητα, αλλά διέπει όλη την εκλογική διαδικασία από την υπόδειξη του υποψηφίου, μέχρι το τελευταίο αποτέλεσμα.
Αυτό, είναι βεβαιωμένο στην επιστήμη, και πάλι θα επικαλεσθώ την Γερμανική επιστήμη. Εάν στην Γερμανία, που δημιούργησε αυτή την τόσο βολική για το παρόν νομοθέτημα έννοια της αμεσότητας, δεν καθιερώθηκε το άκαμπτο σύστημα της λίστας που εισάγει ο κ. Υπουργός των Εσωτερικών, είναι ακριβώς γιατί υποστηρίχθηκε, ότι ένα τέτοιο σύστημα με μια άκαμπτη λίστα, που ο ψηφοφόρος δεν θα έχει την δυνατότητα κανενός επηρεασμού, είναι αντίθετο με την ελευθερία που πρέπει να διέπει την εκλογική διαδικασία.
Αλλά και σε κάποιο άλλο σημείο το νομοθέτημα αυτό πάσχει, πάλι σε συνδυασμό με την βασική προϋπόθεση της ελευθερίας. Είναι στο θέμα της οργανώσεως των Κομμάτων. Υπάρχει στο Σύνταγμα μας μια πρόβλεψη, το άρθρο 29 παράγραφος 1, που ορίζει ότι οι Έλληνες πολίτες μπορούν “να ιδρύουν ελευθέρως και να μετέχουν εις πολιτικά κόμματα, η οργάνωσις και η δράσις των οποίων οφείλει να υπηρετή την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος”.
Για να είναι το σύστημα της λίστας σύμφωνο με την συνταγματική επιταγή της ελευθερίας, πρέπει να στηρίζεται σε δημοκρατική και φιλελεύθερη οργάνωση των Κομμάτων. Αυτό είναι συνταγματική επιταγή και δεν είναι απλώς μια πολιτική διακήρυξη. Επομένως, με το να έρχεται ένα νομοθέτημα να ψηφισθεί αυτή τη στιγμή, που είναι δεδομένη η μη φιλελεύθερη και δημοκρατική οργάνωση των Κομμάτων μας, νομίζω ότι και αυτό είναι μια παραβίαση του ισχύοντος Συντάγματος.
Και μια τελευταία παρατήρηση έχω να κάνω, κύριοι συνάδελφοι. Νομίζω, ότι η Κυβέρνηση, φέρνοντας αυτό το νομοθέτημα, περιφρόνησε τον Ελληνικό Λαό. Μας είπε βέβαια ότι ήταν λαϊκό αίτημα, το είχε δηλώσει στο πρόγραμμά της και εφ’ όσον ο Λαός την εψήφισε, άρα δέχθηκε και την κατάργηση του σταυρού.
Δεν είναι έτσι. Όσοι πήγατε στα χωριά σας, θα είδατε τα απορημένα μάτια των ψηφοφόρων σας, που θα σας ρώτησαν: Και τώρα τι θα ψηφίσουμε; Αυτό σημαίνει, κύριοι συνάδελφοι, ότι ο Λαός δεν ήταν έτοιμος να δεχθεί αυτό το σύστημα και η Κυβέρνηση είχε την υποχρέωση, πριν φέρει κάτι τέτοιο να ενημερώσει και να παιδεύσει το Λαό. Του εφύτευσε συνθήματα και συστήματα, για τα οποία δεν είχε κάνει καν την προεργασία. Μ’ άλλα λόγια, τήρησε και εδώ την κηδεμονευτική στάση που κρατεί απέναντι στον Λαό και η οποία επιβεβαιούται σε τόσα άλλα νομοθετήματα και συστήματα που εισάγει.
Νομίζω, ότι αυτό το τελευταίο σημείο, είναι κάτι το οποίο θα το πληρώσει η Κυβέρνηση, γιατί ο Ελληνικός Λαός δεν δέχεται τέτοιου είδους κηδεμονεύσεις.