Search
× Search

Ομιλίες - Ολομέλεια

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ Η΄-23.7.1982 (Ν.1272/1982) :Μόνη συζήτηση επί του νομοσχεδίου για την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του ΠΚ και του ΚΠΔ

Είμαι σύμφωνη με όσα είπε ο κ. Υπουργός της Δικαιοσύνης ότι σήμερα οι ανήλικοι ωριμάζουν νωρίτερα. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο στη Χώρα μας, συμβαίνει σ’ όλες τις χώρες του κόσμου και γι’ αυτό η γενική τάση είναι να μειώνονται τα όρια ηλικίας στη νομοθεσία, όπου τα όρια αυτά είναι ένα ορόσημο για την απόκτηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Μειώνονται τα όρια ηλικίας, όπως μειώθηκε στη Χώρα μας το όριο του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, όπως ενδεχομένως θα μειωθεί το όριο της δικαιοπρακτικής ικανότητας, εκεί όπου η ωριμότητα έχει σχέση με την διανοητική ανάπτυξη του ανηλίκου, στα θέματα δηλαδή εκείνα όπου εξετάζεται, εάν ο ανήλικος έχει την ικανότητα να κρίνει και να επιλέξει, χρησιμοποιώντας το μυαλό του, την Α΄ ή Β΄ πράξη ή παράλειψη ή άσκηση δικαιώματος, στην οποία θα προβεί. Εδώ όμως στην αποπλάνηση, το όριο προστασίας της ηλικίας δεν στηρίζεται στην διανοητική ωριμότητα του ανηλίκου. Το 16ο έτος που ορίζει η νομοθεσία μας δεν είναι γιατί ο ανήλικος από τα 16 και πάνω, ή τώρα από τα 15 και πάνω, είναι ώριμος διανοητικά. Το όριο αυτό έχει σχέση με την ψυχική και συναισθηματική ωριμότητα. Δεν έχει καν σχέση με τη βιολογική ωριμότητα, θα έλεγα, διότι σήμερα και βιολογικά οι ανήλικοι πράγματι ωριμάζουν ενωρίτερα. Εκείνο όμως που έχει σημασία για να καθορίσουμε, πότε τιμωρείται ή δεν τιμωρείται η αποπλάνηση, είναι αν ο ανήλικος έχει την ψυχική και συναισθηματική ωριμότητα για να καταστεί ή όχι δέκτης του εγκλήματος αυτού, με άλλα λόγια κατά πόσο έχει την ωριμότητα να αντιδρά στα ερεθίσματα και να αντιστέκεται σ’ αυτά. Συμβαίνει αυτό σήμερα στη νεότητα; Νομίζω ότι τα πορίσματα των εμπειρικών επιστημών δείχνουν ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση και δυσαναλογία και ανωμαλία, θα έλεγα, στην ανάπτυξη των ανηλίκων, ότι δηλ. ωριμάζουν βιολογικά και διανοητικά και μένουν στάσιμοι συναισθηματικά και ψυχικά, μένουν στάσιμοι στη δύναμη αντίστασης στα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου. 

Με την έννοια αυτή, λοιπόν, η μείωση του ορίου ηλικίας προστασίας των ανηλίκων φοβούμαι ότι δεν είναι δείγμα προοδευτικότητας, όπως είναι δείγμα προοδευτικότητας η μείωση του ορίου για το εκλέγειν και εκλέγεσθαι ή ακόμα και η πιθανή μείωση του ορίου της δικαιοπρακτικής ικανότητας. Φοβούμαι ότι είναι μάλλον μια οπισθοδρόμηση και με ενισχύει στην παρατήρησή μου ένας παραλληλισμός. Θα δεχόμαστε να μειώσουμε το όριο της ποινικής ευθύνης των ανηλίκων, που σήμερα είναι τα 17 χρόνια, σε χαμηλότερο όριο και να υποβάλλουμε στην ποινική μεταχείριση του ενηλίκου τον ανήλικο; Δηλαδή να τιμωρούμε με τις ποινές της φυλάκισης και της κάθειρξης τον ανήλικο από την ηλικία των 16 ή 15 χρόνων, επειδή είναι ώριμος πια να έχει την μεταχείριση του ενηλίκου; Αυτό δεν συμβαίνει πουθενά και η τάση είναι σήμερα το όριο της ανηλικότητας ως προς την ποινική ευθύνη να ανεβαίνει, για να υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο εφαρμογής των αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων και να μην υποβάλλονται οι νέοι στην ποινική μεταχείριση των ενηλίκων. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η θεωρία, η φιλοσοφία που υπάρχει πίσω από την μείωση του ορίου της ανηλικότητας στο έγκλημα της αποπλανήσεως είναι σαθρή, διότι ξεκινάμε με βάση την ωρίμανση τη διανοητική και τη βιολογική και δεν εξετάζουμε την ψυχική και συναισθηματική ωρίμανση, τη δύναμη αντίστασης στα εξωτερικά ερεθίσματα, που αυτή δεν συμβαδίζει με την όλη ωριμότητα. Γι’ αυτό επιφυλάξεις διατυπώνω στη μείωση του ορίου της ανηλικότητας -και μόνο επιφυλάξεις- γιατί βέβαια ένας χρόνος είναι μείωση και επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για σοβαρές επιπτώσεις. 

Όσον αφορά την παρατήρηση του κ. Υπουργού ότι υπάρχουν άλλες διατάξεις για να καλύψουν αυτό το κενό, όπως ο βιασμός, ο εξαναγκασμός σε ασέλγεια κ.λπ., εδώ έχω να παρατηρήσω, ότι όλα αυτά τα εγκλήματα προϋποθέτουν την εναντίον της βουλήσεως του ανηλίκου συμμετοχή στην εγκληματική πράξη. Όλα αυτά είναι καταπίεση της ελευθερίας του ανηλίκου. Αλλά στην αποπλάνηση δεν έχουμε καταπίεση της ελευθερίας, έχουμε ίσα-ίσα διαφθορά της βούλησης του ανηλίκου. Παρασύρεται ο ανήλικος, δεν καταπιέζεται, δεν εξαναγκάζεται. Επομένως παραλληλισμός και κάλυψη του κενού με τις άλλες διατάξεις, δεν είναι δυνατή. 

Όσον αφορά την κλιμάκωση του αξιόποινου, εδώ είμαι σύμφωνη με όλες τις κλιμακώσεις, και προς τα άνω και προς τα κάτω. 

Πιστεύω ότι η κλιμάκωση αυτή δεν έχει σχέση με την προστασία του ανηλίκου, με την έννοια ότι ο νεώτερος ανήλικος έχει ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας από τον μεγαλύτερο, τον ηλικίας 13-15 χρόνων. Τέτοιες εκτιμήσεις δεν γίνονται και δεν πρέπει να γίνονται στο Ποινικό Δίκαιο. 

Απλούστατα η κλιμάκωση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από την πλευρά του δράστη, ότι δηλ. η εγκληματική βούληση του δράστη και η επικινδυνότητά του δεν είναι τόσο μεγάλη, όταν αποπλανά ανήλικο ηλικίας μεταξύ 13 έως 15 χρόνων, από εκείνον που αποπλανά ένα βρέφος, ή ένα νήπιο. Επομένως για τον δράστη ορθά κλιμακώνονται οι ποινές ανάλογα με την ηλικία του θύματος, με μια μικρή παρατήρηση όσον αφορά την πρόταση του κ. Υπουργού, που για την τρίτη περίπτωση προτείνει απεριόριστα φυλάκιση. Ως προς το άνω όριο είμαι σύμφωνη, αλλά θα έπρεπε να σκεφθούμε την μείωση του κατωτέρου ορίου των τριών μηνών. Συνήθως οι 3 μήνες είναι ένα ορόσημο για τον Ποινικό Νόμο και κυρίως για την Ποινική Δικονομία, για τη χρησιμοποίηση δηλ. ορισμένων δυσμενών δικονομικών μέτρων, όπως π.χ. η προσωρινή κράτηση. Επομένως το “τουλάχιστον 3 μηνών”, θα έπρεπε να το ξανακοιτάξουμε.

Έχω πολλές αντιρρήσεις και νομίζω ότι δεν με έπεισε ο κ. Υπουργός ως προς την άλλη τροποποίηση στο έγκλημα της αποπλανήσεως, που έχει σχέση με το φαινόμενο, όπου δύο ανήλικοι αποπλανούν ο ένας τον άλλο. Εδώ υπάρχει το πρόβλημα, το οποίο έθεσε ο κ. Υπουργός, ότι κατά κανόνα δεν ξέρουμε ποιος είναι ο δράστης και ποιο το θύμα. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν η πράξη τελείται με τον πρώτο τρόπο τελέσεως της αποπλάνησης, που είναι “όποιος ενεργεί ασελγή πράξη”, όταν δηλ. δύο ανήλικοι αποφασίζουν να κάνουν ασελγείς πράξεις, χωρίς να έχει κανένας από τους δύο την πρωτοβουλία. Εκεί δεν υπάρχει ούτε δράστης ούτε θύμα και είναι και οι δύο ανεύθυνοι. Αυτό δέχεται η επιστήμη μέχρι σήμερα και αυτό δέχεται νομίζω και η Νομολογία. 

Εκεί που μπορεί να υπάρξει θέμα ευθύνης του ανήλικου δράστη είναι όταν η αποπλάνηση τελείται με τον τρόπο της παραπλάνησης, γιατί ο δεύτερος τρόπος της αποπλάνησης είναι “όποιος παραπλανά τον ανήλικο στο να δεχθεί ή να ενεργήσει ασελγή πράξη”. Όταν έχουμε ένα διεφθαρμένο ανήλικο, που παραπλανά έναν άλλο ανήλικο, υπάρχει πράγματι πρόβλημα. Πρέπει να είναι δράστης ή εν πάσει περιπτώσει πρέπει να σταθμισθεί το ενδεχόμενο να είναι δράστης ο ανήλικος που παραπλανά τον άλλο;

Στο σημείο αυτό έχει διχασθεί η επιστήμη. Μία άποψη δέχεται, ότι ούτε σ’ αυτή τη περίπτωση μπορεί ο ανήλικος να είναι δράστης. Μια άλλη, την οποία ακολουθεί επιστημονικώς και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, δέχεται, ότι πρέπει να είναι ο ανήλικος υπεύθυνος. Και υπάρχει και μια τρίτη γνώμη, που κάνει ορισμένες διακρίσεις. Εν όψει αυτής της καταστάσεως έρχεται τώρα το Υπουργείο Δικαιοσύνης και μας προτείνει μια διάταξη, σύμφωνα με την οποία, εάν ο δράστης είναι ανήλικος νεώτερος των 17 ετών και αποπλανά ανήλικο 13-15 χρόνων ο υπαίτιος -μας προκαθορίζει δηλαδή ότι ο ανήλικος αυτός είναι υπαίτιος αποπλάνησης, ενώ αυτό είναι το ζητούμενο και η νομολογία είναι και πρέπει να είναι, κατά γνώμη μου, ελεύθερη να εκτιμήσει, αν είναι ή δεν είναι υπαίτιος ο ανήλικος- μπορεί να υποστεί μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Μα, κύριοι συνάδελφοι, σε κάθε ανήλικο που διαπράττει οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη, ακόμη και φόνο και είναι κάτω των 17 ετών, το δικαστήριο ποτέ δεν επιβάλλει ποινή, γιατί ο ανήλικος είναι ποινικά ανεύθυνος. Το βαρύτερο που μπορεί να του επιβάλει είναι η ιδιάζουσα ποινή του ποινικού σωφρονισμού, η οποία δεν είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο. Γιατί σύμφωνα με τα άρθρα 126 και 127 του Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο επιβάλλει στον ανήλικο, ακόμα και σ’ αυτόν που έκανε φόνο, ποινικό σωφρονισμό, δηλαδή εγκλεισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα, αν κρίνει ότι τα υπάρχοντα αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα δεν μπορούν να τον αποτρέψουν από του να τελέσει νέα αξιόποινη πράξη. Επομένως την δυνατότητα να επιβάλει αναμορφωτικά μέτρα στον ανήλικο που κάνει αποπλάνηση το δικαστήριο την έχει από τις γενικές διατάξεις. Με το να του θέτουμε μια άχρηστη διάταξη για ένα δικαίωμα που έχει, δεν κάνουμε τίποτε άλλο, παρά να του υποδεικνύουμε ότι πρέπει τον ανήλικο που κάνει αποπλάνηση να τον θεωρεί υπαίτιο για την πράξη. Δεν έχει πια την δυνατότητα να τον κρίνει ανυπαίτιο του εγκλήματος της αποπλανήσεως. 

Επομένως η άποψη μου είναι ότι αυτή η παρ. 2 που προσετέθη είναι τελείως άχρηστη. Από τη μια πλευρά λέει κάτι που ισχύει και από την άλλη προκαλεί το δικαστήριο να υιοθετήσει μια άποψη δυσμενή για τον ανήλικο, ενώ με την ισχύουσα νομοθεσία το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να μη την επιλέξει. Φοβούμαι, ότι με τη διάταξη αυτή θα είναι υποχρεωμένο το δικαστήριο και εκεί που έχουμε δύο ανήλικους, που δεν ξέρουμε ποιος προκάλεσε ποιον, να κηρύσσει υπαίτιους και τους δύο. 

Γι’ αυτό θα υποδείκνυα στον κ. Υπουργό να ξανασκεφθεί αυτή τη διάταξη μήπως οι δυσμενείς συνέπειες που θα προκαλέσει είναι χειρότερες από τις ευμενείς, που κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχουν. 

Και έρχομαι τώρα στο περιλάλητο θέμα της μοιχείας, όπου δεν σκοπεύω να αντικρούσω τον κ. Υπουργό, σε όσα ανέφερε, αλλά θα ήθελα να διορθώσω μερικές από τις απόψεις που εξέθεσε, και αυτό για την αντικειμενικότερη ενημέρωση του Κοινοβουλίου. 

Μας είπε ότι με την μοιχεία δεν προστατεύεται ο γάμος σαν θρησκευτικός ή μεταφυσικός θεσμός, αλλά προστατεύεται μόνο το πρόσωπο του άλλου συζύγου και η αξίωση του για συζυγική πίστη. Αυτή είναι η άποψη του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης που μάλιστα πολύ έντονα την είχε υποστηρίξει από το 1967 στο βιβλίο του για τα εγκλήματα σχετικά με την γενετήσια και οικογενειακή ζωή. Παρέλειψε όμως να μας πει ότι η άρχουσα η επικρατούσα γνώμη και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δεν είναι αυτή. Η γνώμη που επικρατεί είναι, ότι με τη μοιχεία προστατεύεται ο γάμος, όχι βέβαια σαν θρησκευτικός και μεταφυσικός θεσμός, αλλά σαν κοινωνικοηθικός θεσμός που αποτελεί θεμέλιο της συγκρότησης της σημερινής κοινωνίας. Δεν είναι ούτε προσωπική προστασία του συζύγου, ούτε προστασία των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Είναι προστασία του γάμου ως θεσμού και επομένως όταν συζητάμε για το αξιόποινο ή μη της μοιχείας, πρέπει να έχουμε μπροστά μας τον γάμο ως θεσμό και όχι το πρόσωπο του άλλου συζύγου. Για την αξιοπιστία αυτών παραπέμπω στο ίδιο βιβλίο του κ. Μαγκάκη, όπου στην σελίδα 195 αναγνωρίζει ότι η επικρατούσα γνώμη είναι η δεύτερη και έχει και όλες τις παραπομπές στην ελληνική βιβλιογραφία και στην γερμανική. 

Αυτά σαν μία διόρθωση, λόγω εντυπώσεων. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει τον προβληματισμό, αν πρέπει ή δεν πρέπει να τιμωρείται η μοιχεία, ακόμα και αν προστατεύεται ο γάμος ως κοινωνικοηθικός θεσμός, ακόμα και αν παραχωρούνται τόσα δικαιώματα και τόσες εύνοιες, η μάλλον αν λαμβάνεται υπ’ όψη τόσο σοβαρά από το δίκαιο η ανοχή ή η συγκατάθεση του προσβληθέντος συζύγου. Αυτό το δεύτερο γίνεται, όχι γιατί με τη διάταξη αυτής της μοιχείας προστατεύεται ο προσβληθείς σύζυγος, αλλά γιατί το Ποινικό Δίκαιο έχει ρεαλισμό μέσα του και όταν βλέπει τον σύζυγο να συναινεί ή να συγχωρεί, εκτιμά ότι δεν χρειάζεται πια να προχωρήσει στην ποινή, όχι όμως και να απόσχει από την αξιολογική μορφή ότι προσβλήθηκε ο θεσμός του γάμου. 

Υπάρχει το πρόβλημα, αν πρέπει ή δεν πρέπει να τιμωρείται η μοιχεία. Και τα επιχειρήματα που πρέπει να διατυπωθούν υπέρ ή κατά, πρέπει να τοποθετηθούν στο πρακτικό πεδίο και όχι στο θεωρητικό. Και στο πρακτικό πεδίο είναι οι εκβιασμοί, που περιέγραψε πολύ σωστά ο κ. Υπουργός, είναι η διαπόμπευση και η χρησιμοποίηση της ποινικής αυτής διατάξεως για άλλους λόγους και όχι βέβαια για την προστασία του γάμου. 

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα στην απότομη κατάργηση του αξιοποίνου της μοιχείας που το είχε περιγράψει γλαφυρά ο ίδιος ο κ. Υπουργός της Δικαιοσύνης το 1967, όταν έγραφε για το έγκλημα της μοιχείας, εξηγώντας γιατί δεν καταργείται από τις Ευρωπαϊκές νομοθεσίες απότομα η μοιχεία, αλλά περνάει ένα μεταβατικό στάδιο. Λέγει : “Η στάσις αυτή των Δυτικών χωρών-που τότε δεν είχαν καταργήσει την μοιχεία-δύναται να αποδοθή εις το δεδικαιολογημένον φόβον, ότι αι πρώται εντυπώσεις της Κοινής Γνώμης εκ της καταργήσεως του τιμωρητού της μοιχείας θα έχουν λίαν δυσαρέστους κοινωνικοηθικάς επιπτώσεις. Πράγματι είναι σχεδόν βέβαιον, ότι η κατάργησις του αξιοποίνου της μοιχείας θα δημιουργήση ισχυροτάτην εντύπωσιν εις την Κοινήν Γνωμην, ήτις δεν θα αντιληφθή ότι η κατάργησις αυτή οφείλεται εις την διαπίστωσιν ότι η συζυγική πίστις δεν είναι πεδίον εις το οποίο δύναται να εισέλθη αποτελεσματικώς το Ποινικόν Δίκαιον, αλλά θα θεωρήση ότι τούτο σημαίνει μείωσιν της υποχρεώσεως προς τήρησιν της συζυγικής πίστεως”. Και καταλήγει ο κ. Μαγκάκης να υποστηρίξει ενθέρμως τότε, την εισαγωγή του Γερμανικού συστήματος, το οποίο διατηρούσε το αξιόποινο της μοιχείας αλλά έθεσε ως προϋπόθεση για την δίωξή του, το να έχει λυθεί προηγουμένως ο γάμος λόγω μοιχείας.

Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί δεν μπορούμε να προχωρήσουμε και μεις λίγο πιο μετριοπαθώς στη Χώρα μας, άσχετα αν μας χωρίζουν 10-15 χρόνια απ’ αυτές τις ρυθμίσεις. Σε όλα τα θέματα είμαστε 10-15 χρόνια καθυστερημένοι έναντι των Δυτικών χωρών, και στον οικονομικό και στον τεχνικό και στον κοινωνικό τομέα. Γιατί, λοιπόν, να μην προχωρήσουμε λίγο πιο μετριοπαθώς και μελετημένα αποδυναμώνοντας εκ των ένδον την προσφυγή στο έγκλημα της μοιχείας και τοποθετώντας το κάτω από την προϋπόθεση της αμετάκλητης λύσης γάμου; 

 

 

Έχω την εντύπωση -εφόσον η στρατιωτική νομοθεσία είναι αυτή τη στιγμή αυτή που είναι και δεν ικανοποιεί, δεν παρέχει αρκετές εγγυήσεις στους δικαζομένους- ότι δεν είναι σκόπιμο να ψηφίζεται μία διάταξη που αφαιρεί υποθέσεις στρατιωτικών από τα κοινά δικαστήρια και τις υπάγει στα Στρατοδικεία, εφόσον δεν συνοδεύεται και από την επιθυμητή, όπως είπε και ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης, αναμόρφωση της Στρατιωτικής Δικονομίας. Ούτε αιτιολογούνται οι αποφάσεις αυτών των δικαστηρίων, ούτε τα δικαιώματα του κατηγορουμένου διασφαλίζονται. Επομένως, γιατί εδώ για εγκλήματα κατά του Δημοσίου, που υπάγονται στο 5μελές Εφετείο, να προκαλούμε μια τροποποίηση όπου μερικές υποθέσεις, έστω και με αντικείμενο μέχρι 500.000 δρχ. αφαιρούνται, από τα κοινά δικαστήρια, που έχουν τις εγγυήσεις της Δικονομίας, και μεταφέρονται στα Στρατοδικεία; 

Θα ήθελα να πληροφορήσω το τμήμα για κάτι που το ξέρουν όλοι οι συνάδελφοι που μετείχαν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή, και βεβαίως να πληροφορήσω και τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης, ότι η εντύπωση που σχηματίσαμε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή είναι, ότι φέρνοντας αυτή τη διάταξη ο κ. Υπουργός είχε συγχρόνως την εντύπωση ότι τροποποιούσε και τον νόμο 1608 και ανέβαζε το όριο του νόμου 1608 από 250.000 στα 2.000.000. Πράγματι ο 1608 ανάγει σε κακουργήματα με το άρθρο 1 ορισμένες πράξεις του κοινού Ποινικού Δικαίου που είναι Πλημμελήματα, όπως είναι η πλαστογραφία, η ψευδής βεβαίωση, η υπεξαίρεση, η κλοπή, η απάτη, τόσο για τους ιδιώτες, όσο και για τους στρατιωτικούς, αν στρέφονται κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ και η ζημία του δημοσίου ή το επιτευχθέν όφελος είναι μεγαλύτερο ορισμένου ποσού. Αυτό το ποσό αρχικά ήταν 50.000. Μετά εκδόθηκε ο νόμος 495/76 ο οποίος όριζε μόνο, ότι το προβλεπόμενο από το Ν. 1608, άρθρα 1 και 2, ποσό από 50.000 ανέρχεται σε 250.000. Αυτό ήταν μια συνέπεια των πληθωριστικών τάσεων κ.λπ. Σχηματίσαμε, λοιπόν, την εντύπωση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και συμφωνήσαμε όλοι σ’ αυτήν την εντύπωση, ότι ήθελε ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης και επεβάλλετο να βγει ένας νέος νόμος, σαν αυτόν του 1976 που το όριο των 50.000 το ανέβασε σε 250.000, που να ορίζει ότι οι 250.000 που καθιστούν κακούργημα την πράξη κατά του Δημοσίου -την απάτη, την υπεξαίρεση- αυξάνονται στα 2.000.000. Βεβαίως, μια τέτοια διάταξη εύλογα θα συνοδευόταν και από μια τροποποίηση του Κ.Π.Δ., όπως είναι αυτή που εισάγεται με το άρθρο 7. Ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης είπε τότε να ψηφιστεί όπως έχει τώρα η διάταξη και θα την έφερνε αναμορφωμένη στη Βουλή, με το πνεύμα που νομίζω-δεν ξέρω, ερωτώ και τους συναδέλφους της άλλης πλευράς-ότι συμφωνήσαμε όλοι, ότι πρέπει δηλαδή και ο 1608 να τροποποιηθεί ώστε οι 250.000 να γίνουν 2.000.000. 

Θα πρότεινα, λοιπόν, στον κ. Υπουργό να ψηφίσουμε τη διάταξη όπως είναι, προσθέτοντας και ένα άρθρο ακόμα στο νομοθέτημα αυτό, ένα άρθρο 8, που δεν θα λέει τίποτε άλλο παρά εκείνα που έλεγε και ο Ν. 495/76, δηλαδή, “Το προβλεπόμενο, στα 1 και 2 του Ν. 1608, ως ετροποποιήθη, ποσό των 250.000 δραχμών αυξάνεται σε 2.000.000”. Έτσι λήγει το πρόβλημα. 

Αν δεν θέλει ο κ. Υπουργός να προχωρήσει αυτή τη στιγμή σ’ αυτή την τροποποίηση, που περίπου είναι αποφασισμένη από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή και απλώς έμεινε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να την επεξεργασθεί, τότε καλύτερα να μην ψηφίσουμε τίποτα και να δεσμευθεί, αν θέλει και αν συμμερίζεται την άποψη, σε μια δήλωση, ότι θα ξαναφέρει το θέμα με την τροποποίηση και του 111 της Δικονομίας και του Ν. 1608, στο πνεύμα που εισηγήθηκα.

Print
972 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςPrivacy Statement© 2025 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω