Search
× Search

Ομιλίες - Ολομέλεια

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΛΣΤ'-27 ΜΑΪΟΥ 1997(Ν.2509/1997):Συζήτηση της αρχής Σ.Ν. του Υπ.Δικαιοσύνης "Ποινική ευθύνη Υπουργών"(Κοιν. Εκπρόσωπος)

Το νομοσχέδιο που φέρνει η Κυβέρνηση θα ήταν μια πάρα πολύ καλή ευκαιρία, με δεδομένη την ομολογουμένως καλή πρόθεση του κυρίου Υπουργού, με δεδομένη τη διάθεση συνεργασίας όλων μας, θα ήταν μια πάρα πολύ καλή ευκαιρία να δώσουμε προς τα έξω, προς τον Ελληνικό Λαό και προς την κοινή γνώμη την εικόνα μιας Βουλής, η οποία επιθυμεί να διακηρύξει προς πάσα κατεύθυνση ότι διασφαλίζει τη διαφάνεια και την εντιμότητα στη διαχείριση των κυβερνητικών έργων. 

Πράγματι, επάνω σ'αυτή τη βάση, συμφωνούμε όλοι μας και θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε και σε όλα τα σημεία, αλλά ατυχώς κάποιες διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου δίδουν την εντύπωση -φοβούμαι δε, ότι αυτή θα επικρατήσει προς την κοινή γνώμη- ότι η θέση των Υπουργών γίνεται προνομιακότερη, ότι δεν διασφαλίζεται πράγματι η δίκαιη μεταχείριση και ότι δεν καθιερώνονται οι ασφαλιστικές εκείνες δικλείδες, οι οποίες θα εδραιώνουν τη χρηστή διοίκηση και την έντιμη άσκηση των κυβερνητικών έργων.

Πρέπει, εξ υπαρχής, να συμφωνήσω με τον κύριο Υπουργό ότι έχουμε μια βασική τροχοπέδη και η τροχοπέδη αυτή είναι το Σύνταγμα που στο άρθρο 86 θέτει ορισμένους περιορισμούς, από τους οποίους δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε. Από την άλλη πλευρά όμως, πρέπει να συμφωνήσουμε και στο ότι το Σύνταγμα πρέπει να το σεβαστούμε και να το τηρήσουμε μέσα σ'αυτό τον νόμο, όχι μόνο σε εκείνα τα σημεία που μας δεσμεύουν επί τη βάσει του άρθρου 86, αλλά και σε όλες εκείνες τις διατάξεις, οι οποίες θέτουν περιορισμούς στην άσκηση του κοινοβουλευτικού μας έργου. 

Πρέπει εξ υπαρχής, να δηλώσω, ότι ο κύριος Υπουργός υπήρξε πολύ συνεργάσιμος και εξακολουθεί να είναι, και στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή δέχθηκε πολλές προτάσεις, οι οποίες βελτίωσαν ουσιαστικά το κείμενο, τρεις μάλιστα θεμελιώδεις αλλαγές. 

Θα ήθελα, λοιπόν, και στη συζήτηση αυτή να τον παρακαλέσω και να παρακαλέσω και εσάς τους Βουλευτές της Πλειοψηφίας που θα στηρίξετε και τις διατάξεις στις οποίες διαφωνούμε, να προσέξετε τα επιχειρήματά μας, τα οποία ακριβώς σε αυτό αποβλέπουν: Στο να καταστήσουμε ένα νόμο περί ευθύνης Υπουργών, που εξ υπαρχής είναι δεσμευμένος από τις διατάξεις του άρθρου 86 του Συντάγματος, να γίνει λειτουργικότερος, να γίνει δικαιότερος και προπαντός να επισφραγίσει τη βούληση όλων μας, ότι όντως επιθυμούμε τη διαφάνεια και την εντιμότητα στη διαχείριση των κυβερνητικών έργων. 

Αρχίζω από τα θετικά στοιχεία: Η συνεκδίκαση των εγκλημάτων των συμμετόχων από το ίδιο δικαστήριο, το Ειδικό Δικαστήριο είναι Θετική διάταξη που την δέχθηκε ο κύριος Υπουργός. Η κατάργηση του ιδιωνύμου του άρθρου 1 του νόμου 802 που όλοι δεχόμαστε ότι ήταν αντισυνταγματικό και τώρα ευθυγραμμιζόμαστε με τον Ποινικό Κώδικα, δηλ. με ό,τι ισχύει για τον κάθε Έλληνα πολίτη. 

Επίσης, υπάρχει μια άλλη θετική διάταξη που δίνει κάποια δικαιώματα στη μειοψηφία στην Προανακριτική Επιτροπή. Η Μειοψηφία μπορεί να προκαλεί ανακριτικές πράξεις, έτσι ώστε να μην εμφανίζεται το φαινόμενο η Προανακριτική Επιτροπή να είναι και αυτή μια μικρή αρένα, όπου η Πλειοψηφία και η Μειοψηφία αντιπαρατίθενται και συνήθως επιβάλλεται μονομερώς η βούληση της Πλειοψηφίας. 

Θα μου επιτρέψετε, όμως, να επισημάνω τις διατάξεις εκείνες, στις οποίες διαφωνούμε και που μας κάνουν να καταψηφίζουμε το νομοσχέδιο και επί της αρχής. Δεν θα κάνω αναφορές στο παρελθόν, δεν θα φέρω στην συζήτηση τις εμπειρίες, τις οποίες ορθώς και ο κύριος Υπουργός και ο Επίτιμος Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας υπενόησαν από αυτό το Βήμα, αλλά δεν μπήκαν στις λεπτομέρειες τους. Στόχος ενός νόμου περί ευθύνης Υπουργών πρέπει να είναι η δίκαιη μεταχείριση του Υπουργού, του ασκούντος κυβερνητικά έργα. Και δίκαιη μεταχείριση σημαίνει, ο νόμος να μην είναι προνομιακότερος του δέοντος, να είναι μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και να εξασφαλίζει όσο γίνεται μια μεταχείριση του Υπουργού, ανάλογη με εκείνη που επιφυλάσσει στους Βουλευτές, αλλά κυρίως στο κοινό πολίτη. Δηλ. να μην είναι αυστηρότερος ούτε δυσμενέστερος για τον Υπουργό, με δεδομένη την ευαίσθητη θέση στην οποία βρίσκεται, όντας στο επίκεντρο των πολιτικών αντιθέσεων και όντας εκτεθειμένος στην μόνιμη κριτική της Αντιπολίτευσης και γενικά του εκλογικού Σώματος. Εδώ όμως διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν ορισμένες διατάξεις, οι οποίες και προς την μια κατεύθυνση και προς την άλλη κατεύθυνση δεν είναι σωστές, όσον αφορά την μεταχείριση του Υπουργού. 

Ας πάρουμε, πρώτα από όλα, διατάξεις που καθιστούν ευνοϊκότερη την θέση του, ενώ δεν θα έπρεπε να την καθιστούν, διότι αυτό δεν έχει δικαιολογία. Και δεν έχει δικαιολογία, ούτε απέναντι στην κοινή γνώμη, αλλά ούτε και συνταγματικό υπόβαθρο. Το ένα θέμα είναι οι πλειοψηφίες της παραπομπής. Εγώ δεν θα μπω στο θέμα κατά πόσο πρέπει να είναι εκατόν πενήντα ένας ή δεν πρέπει να είναι εκατόν πενήντα ένας οι Βουλευτές οι οποίοι παραπέμπουν. Διότι μπορεί να έχουμε διαφορετικές απόψεις επ' αυτού και δεν θα έλεγα ότι είναι και εκτός πραγματικότητος η άποψη, να υπάρχει ηυξημένη πλειοψηφία, έτσι ώστε να διασφαλίζεται περισσότερο ο Υπουργός, λόγω της ειδικής έκθεσης που έχει, από τους κινδύνους της πολιτικής αντιδικίας. Αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε, κύριοι συνάδελφοι, ενόψει του Συντάγματος. Δεν μπορούμε να το κάνουμε όχι, ενόψει του άρθρου 86, αλλά ενόψει του γεγονότος, ότι όπου ο συνταγματικός νομοθέτης θέλει ειδική πλειοψηφία ηυξημένη για να λαμβάνει τις αποφάσεις της η Βουλή, το λέει ρητά. 'Όπου θέλει εκατόν πενήντα ένα Βουλευτές το λέει. 'Όπου δεν λέει τίποτα ο συνταγματικός νομοθέτης, εξυπακούεται ότι είναι υποχρεωτική η Πλειοψηφία των παρόντων.

Δεν μπορούμε λοιπόν να έρθουμε εμείς και να καθιερώσουμε αυτή την αυξημένη Πλειοψηφία. Αυτό είναι το συνταγματικό επιχείρημα. 

Αλλά υπάρχει σήμερα και ένα πολιτικό επιχείρημα. Αυτή την στιγμή είμαστε όλος ο πολιτικός κόσμος στόχος κάποιων υπερβολών και αδικιών, που σωστά τις στηλίτευσε ο κύριος Υπουργός. Δεν μπορούμε αυτή τη δεδομένη ιστορική στιγμή και ενόψει της μεταβατικότητας του νομοθετήματος -αν δεχθούμε ότι είναι ειλικρινείς οι προθέσεις της Κυβέρνησης να κάνει αναθεώρηση του Συντάγματος να διακινδυνεύσουμε την ψήφιση μιας διάταξης, που καθιστά ευνοϊκότερη και προνομιακότερη τη μεταχείριση του Υπουργού, δυσκολεύοντας την παραπομπή του με ειδική πλειοψηφία. 

Η αντίρρησή μας λοιπόν έχει διπλό χαρακτήρα: 'Ενα συνταγματικό χαρακτήρα, που είναι δεσμευτικός για τη Βουλή νομίζω, και όλοι οι Βουλευτές και ιδιαίτερα οι νομικοί αυτή την ευαισθησία την έχουμε καλώς ή κακώς το Σύνταγμα έτσι είναι φτιαγμένο. Η Νέα Δημοκρατία στην πρότασή της για το άρθρο 86 του Συντάγματος προτείνει πράγματι εκατόν πενήντα έναν Βουλευτές, αλλά το προτείνει ως συνταγματική αναθεώρηση και όχι με κοινό νόμο. Αυτό είναι το συνταγματικό επιχείρημα. 

Ο δεύτερος χαρακτήρας είναι το πολιτικό επιχείρημα: Δεν μπορούμε αυτή τη δεδομένη ιστορική στιγμή να καταστήσουμε ένα νόμο περί ευθύνης Υπουργών και μάλιστα, υποτίθεται, μεταβατικής ισχύος -άρα για τους σημερινούς Υπουργούς- ευνοϊκότερη στη μεταχείριση των Υπουργών όσον αφορά την παραπομπή.

'Ένα τρίτο στοιχείο είναι η παραγραφή του αδικήματος. 

Ο κύριος Υπουργός έχει μια ευαισθησία στο να μη θέλει να μπλέξει τα πράγματα, την αποσβεστική προθεσμία με την παραγραφή, λόγω κάποιων προβληματικών αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου και του Αρείου Πάγου. Αλλά εδώ ενδιαφέρει όλους μας η πολιτική εικόνα. Γιατί οι Υπουργοί να έχουν πάλι ευνοϊκότερη μεταχείριση ως προς την παραγραφή του αδικήματος, απ' ό,τι ο κοινός πολίτης; Ο κοινός πολίτης ξέρει ότι τα πλημμελήματα παραγράφονται σε πέντε χρόνια, συν τρία χρόνια η αναστολή, σύνολο δηλ. οκτώ. Και τα κακουργήματα σε δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια ή είκοσι πέντε. Ο Υπουργός γιατί να έχει μια προνομιακή παραγραφή πέντε ετών και αναστολή τεσσάρων ετών, αν πούμε ότι τέλεσε το αδίκημα στην αρχή της κοινοβουλευτικής περιόδου, δηλ. σύνολο εννέα ετών; 

Δεν είναι προτιμότερο αυτό που προτείνουμε εμείς; Δηλαδή να αφήσουμε την ουσιαστική παραγραφή να λειτουργεί για τον Υπουργό, όπως λειτουργεί και για το Βουλευτή ή για όλους τους πολίτες, και αυτή την προθεσμία για την άσκηση της ποινικής δίωξης, που είναι πραγματικά στενή -η πρώτη σύνοδος της επόμενης Βουλής- αυτή να την επιμηκύνουμε; Να την κάνουμε δηλαδή δύο Συνόδους, όπου οπωσδήποτε η Βουλή μέσα σ' αυτή την περίοδο των δύο κοινοβουλευτικών Συνόδων, θα κάνει την προανάκριση και θα βγάλει ενδεχομένως και την απόφαση της παραπομπής ή μη. 

Μία τρίτη διάταξη, η οποία είναι αντισυνταγματική και δημιουργεί και εύλογα ερωτηματικά, είναι επέκταση του ειδικού προνομίου της Βουλευτικής ασυλίας και στους μη κοινοβουλευτικούς Υπουργούς. Βέβαια και αυτοί βρίσκονται στην ίδια δύσκολη θέση, που βρίσκονται όλοι οι Υπουργοί, αλλά υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά. Ο θεσμός της ασυλίας δίνεται στο Βουλευτή -και πολύ σωστά, όπως είπε ο κύριος Υπουργός, στο αξίωμα του Βουλευτή- για την απρόσκοπτη διεξαγωγή του έργου του μέσα στη Βουλή και για την απρόσκοπτη λειτουργία των εργασιών της Βουλής. Δηλαδή για να ασκεί το κοινοβουλευτικό και νομοθετικό έργο, χωρίς παρεμβολές έξωθεν, με αβάσιμες μηνύσεις, με διώξεις κ.λπ. Αυτή είναι η δικαιολογία της ασυλίας. Λειτουργεί αυτή η δικαιολογία για τον μη Κοινοβουλευτικό Υπουργό; 'Οχι βέβαια. Ο μη Κοινοβουλευτικός Υπουργός ασκεί κυβερνητικά έργα, αλλά δεν ασκεί Βουλευτικά έργα. Επομένως, πώς θα επεκτείνουμε ένα θεσμό του Συντάγματος, που έχει δοθεί για το Βουλευτή και για την άσκηση του κοινοβουλευτικού έργου, σε έναν Υπουργό μη κοινοβουλευτικό; 

Εδώ έχουμε εκτός του γενικότερου πολιτικού προβλήματος και μια σαφή αντισυνταγματικότητα. 

Αυτές είναι οι βασικές ρυθμίσεις, στις οποίες έχουμε αντιρρήσεις, και μας αναγκάζουν να καταψηφίσουμε το νομοσχέδιο, πιστεύοντας ότι και με τη στάση μας αυτή βοηθούμε και δεν ασκούμε απλώς αντιπολίτευση. 

Τώρα έρχομαι σε μια άλλη μεταρρύθμιση του νομοσχεδίου, η οποία λειτουργεί αντίστροφα, λειτουργεί σε βάρος των Υπουργών και καθιστά πολύ δυσμενέστερη τη θέση τους απ' ό,τι ο ισχύων νόμος και βεβαίως δεν έχει καμιά συνταγματική στήριξη. Είναι η κατάργηση του τακτικού ανακριτού, δηλαδή του δικαστού και η κατάργηση του παρεμβαλλομένου δικαστικού συμβουλίου. 

Ο κύριος Υπουργός υπερασπίστηκε αυτή τη ρύθμιση, πολεμώντας πολύ έντονα τον ρόλο του ανακριτού και τον ρόλο του συμβουλίου. Μπορεί να έχει δεδομένα τα οποία μπορεί να στηρίζουν την άποψή του, ίσως περιπτώσεις που λειτούργησαν αρνητικά αυτές τις διατάξεις. Αλλά, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι αυτές οι διατάξεις, δηλαδή η παρεμβολή μιας τακτικής ανάκρισης και ενός τριμελούς συμβουλίου, που θα λύνει παρεμπίπτοντα ζητήματα βέβαια και δεν θα μπορεί να βγάζει αποφάσεις παραπομπής ή όχι με το ισχύον συνταγματικό καθεστώς, λειτουργούν και υπέρ του κατηγορουμένου Υπουργού. Και ο κύριος Υπουργός ως συνήγορος κατηγορουμένων με δυνατή εμπειρία στην άσκηση της ποινικής δικηγορίας, θα ξέρει πόσο ιερό είναι το θέμα της υπεράσπισης του κατηγορουμένου. 

Εάν περιοριστούμε, όπως θα γίνει αν ψηφιστεί έτσι το νομοθέτημα μόνο στην προδικασία της Προανακριτικής Επιτροπής, θα συμβούν δυο τινά. Πρώτον, θα πάει κατευθείαν στο ακροατήριο του Ειδικού Δικαστηρίου ένα ανακριτικό υλικό το οποίο θα είναι πολύ έντονα επηρεασμένο από τις πολιτικές αντιθέσεις. Διότι, κακά τα ψέματα έχουμε πολλοί, μέσα σ' αυτήν την Αίθουσα, διατελέσει μέλη Προανακριτικών Επιτροπών, πότε από τη διώκουσα πλευρά και πότε από την διωκομένη, και έχουμε εμπειρία για το πώς διεξάγονται αυτά τα ανακριτικά έργα και πώς αποτυπώνονται στο πόρισμα της Προανακριτικής Επιτροπής. Εκείνος όμως που είναι πάντα ανυπεράσπιστος σ' αυτή την ανάκριση, είναι ο ίδιος ο κατηγορούμενος Υπουργός απ' όποια πλευρά και αν βρίσκεται, διότι καλείται από την επιτροπή να δώσει εξηγήσεις χωρίς τις εγγυήσεις του κατηγορουμένου και χωρίς την προστασία του κατηγορουμένου. Εξηγήσεις καλείται να δώσει. Και ακόμη περισσότερο θα καταστεί τώρα δυσμενής η θέση του, διότι αυτή η Προανακριτική Επιτροπή θα μπορεί να του βάλει και περιοριστικούς όρους. Αντίθετα, εάν παρεμβληθεί η τακτική ανάκριση από τακτικό ανακριτή, θα έχει τη δυνατότητα ο κατηγορούμενος Υπουργός να πάει σε ένα τακτικό δικαστή να απολογηθεί παίρνοντας αντίγραφα της δικογραφίας με όλους τους κανόνες και τις εγγυήσεις της Πολιτικής Δικονομιας και, αν υπάρχουν παρεμπίπτοντα νομικά ζητήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν κατά κάποιο τρόπο με νομικά επιχειρήματα, υπάρχει το τριμελές συμβούλιο που θα τα λύσει. 

Επομένως, η κατάργηση αυτού του ενδιάμεσου σταδίου της τακτικής ανάκρισης και του τριμελούς συμβουλίου ενεργεί πολύ δυσμενώς σε βάρος του Υπουργού και θα έπρεπε ο κύριος Υπουργός να σκεφθεί αυτές τις αλλαγές που προτείνουμε εμείς. 

Αυτές είναι οι βασικές παρατηρήσεις μας στο νομοσχέδιο που μας αναγκάζουν να το καταψηφίσουμε. Και θα ήθελα, τελειώνοντας, να υπενθυμίσω, ότι ο μόνος τρόπος για να αποδείξουμε ότι όντως ενδιαφερόμαστε για την τοποθέτηση του θέματος της ευθύνης των Υπουργών σε σωστή βάση, είναι να αποφασίσετε εσείς οι συνάδελφοι της Πλειοψηφίας, να κάνουμε σωστά και μέσα στις νόμιμες προθεσμίες μια σωστή συνταγματική μεταρρύθμιση. Υπάρχει αυτή τη στιγμή ένας αγώνας δρόμου στην κατάθεση προτάσεων αναθεώρησης του Συντάγματος. Ελπίζω αυτός ο αγώνας δρόμου να μην είναι επί το θεαθήναι από την πλευρά της Πλειοψηφίας, που έχει και τη δύναμη να προχωρήσει σ' αυτή τη συνταγματική αναθεώρηση. 

Ας ευχηθούμε, ότι το εννοείτε σοβαρά ώστε τώρα μεν να ψηφίσουμε έναν ενδιάμεσο νόμο με σωστές διατάξεις, αλλά τη σωστή δουλειά να την κάνουμε με τη συνταγματική αναθεώρηση. 

Print
864 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςPrivacy Statement© 2025 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω