ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΣΤ'-13 ΜΑΡΤΙΟΥ 1997(Ν.2472/1997):Συζήτηση άρθρων Σ.Ν. Υπ.Δικαιοσύνης"Προστασία από επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα"(Εισηγήτρια)
Μιλώντας χθες επί της αρχής, είχα την ευκαιρία να υποστηρίξω, εξηγώντας τη θέση της Νέας Δημοκρατίας, ότι η Ελλάδα καθυστέρησε πάρα πολύ στο να εισηγηθεί και να ψηφίσει ένα νομοθέτημα που θα προστατεύει τον 'Έλληνα πολίτη κατ' αρχήν, από την ανεξέλεγκτη επιδρομή στα προσωπικά δεδομένα του, επιδρομή την οποία υφίσταται σήμερα κυρίως από φανερά, αλλά και αφανή κέντρα εξουσίας.
Απέφυγα χθες συστηματικά, να εξηγήσω τους λόγους και να δώσω διευκρινίσεις, καθώς επίσης και να επιρρίψω τις ανάλογες ευθύνες, σε όσους έχουν αφήσει μέχρι στιγμής την Ελλάδα απροστάτευτη, απέναντι σ' αυτήν τη λαίλαπα της τεχνολογικής πληροφόρησης.
Οι αναφορές, όμως, του κυρίου Πρωθυπουργού, σε ό,τι αφορά την πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση των Κομμάτων σε διεθνές επίπεδο, αλλά και σε ελληνικό επίπεδο, σε σχέση με το νομοθέτημα αυτό, η διαφοροποίηση την οποία έκανε μεταξύ σοσιαλιστικών και συντηρητικών κομμάτων, με υποχρεώνει να υπενθυμίσω ορισμένα πράγματα στη Βουλή των Ελλήνων και να τοποθετήσω τα πράγματα, τουλάχιστον στο ελληνικό επίπεδο, στις σωστές διαστάσεις.
Εάν, σήμερα μόνο έρχεται ένα τέτοιο νομοσχέδιο να ψηφιστεί από τη Βουλή, αυτό οφείλεται σε ορισμένες προκαταλήψεις, ιδεοληψίες και διάφορα κατάλοιπα, τα οποία ταλαιπώρησαν την κυβερνώσα παράταξη, τα οποία δεν επέτρεψαν σε προηγούμενους Υπουργούς Δικαιοσύνης να εκπληρώσουν επιτέλους και αυτήν τη διεθνή υποχρέωση, την οποία έχουμε, και βεβαίως να προσφέρουν στην Ελλάδα και στον 'Έλληνα πολίτη την απαραίτητη και αναγκαία προστασία.
Πρέπει να υπενθυμίσω στους συναδέλφους, πράγμα που δεν το έκανα χθες, ότι ήταν η Νέα Δημοκρατία, η οποία μόνη και σύσσωμη κίνησε τις διαδικασίες, ως αντιπολίτευση βεβαίως, για την ψήφιση ενός σύγχρονου νομοθετήματος προστασίας του πολίτη από την ηλεκτρονική επεξεργασία των προσωπικών πληροφοριών.
'Έχουμε ήδη καταθέσει τα τελευταία τρία χρόνια δυο προτάσεις νόμου για την επεξεργασία των προσωπικών πληροφοριών, η τελευταία το Νοέμβριο του 1996, και στις προτάσεις αυτές συναντήσαμε το δισταγμό και την άρνηση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, ακριβώς λόγω εμμονής σε κάποιες ιδεοληψίες, οι οποίες, όπως σε άλλη ευκαιρία είχα τονίσει, συνέχισαν να ταλαιπωρούν την κυβερνώσα παράταξη.
Εγώ χαίρομαι και χαιρόμαστε, γιατί και ο κύριος Πρωθυπουργός και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ο κύριος Υπουργός Δικαιοσύνης έφεραν επιτέλους αυτό το νομοθέτημα και εξηγώ ότι, παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις τις οποίες έχουμε σε ορισμένες διατάξεις ως προς την αποτελεσματικότητα της προστασίας του πολίτη, έχουμε θετική τοποθέτηση επί της αρχής, για τον απλό και μόνο λόγο ότι είναι πολύ καλύτερο να διαθέτει η Χώρα μας ένα, έστω και ατελές, οπλοστάσιο κατά της ηλεκτρονικής επιδρομής εναντίον των πολιτών, παρά να κλείνει τα μάτια μπροστά στη σημερινή κατάσταση.
Διότι σήμερα, όπως σας είπα και χθες, όλοι μας είμαστε ανυπεράσπιστοι, μπορούμε να είμαστε -και είμαστε- ανά πάσα στιγμή θύματα της ηλεκτρονικής παρακολούθησης.
Συνεπώς, καλώς έρχεται το νομοσχέδιο, με μεγάλη καθυστέρηση, με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την Κυβέρνηση μετανοούσα πραγματικά για την καθυστέρησή της, και πάντως, επειδή πρόκειται για ένα θεσμικό νομοσχέδιο με πολύ μεγάλες προεκτάσεις, δεχόμαστε την αρχή του και είμαστε και έτοιμοι να συμβάλουμε με συγκεκριμένες προτάσεις επί των άρθρων για να γίνει περισσότερο αποτελεσματικό.
Αυτή, είναι η θέση της Νέας Δημοκρατίας. Βεβαίως, είναι ένα θέμα πολύ μεγάλης και προσωπικής σημασίας, είναι θέμα το οποίο καλώς ή κακώς έχει κάποιες προεκτάσεις κοσμοθεωριακού ίσως και συνειδησιακού χαρακτήρα. Σε ένα τέτοιο θέμα δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει κομματική πειθαρχία και για το λόγο αυτό όλοι οι Βουλευτές, πιστεύω, στην Αίθουσα αυτή -και μιλώ για λογαριασμό των Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας- εψήφισαν κατά συνείδηση, σεβόμενοι βεβαίως την αρχή και τις θέσεις του Κόμματος.
Τώρα, θα πω δύο λόγια για το νομοσχέδιο. Αν θέλουμε πράγματι να φτιάξουμε ένα σωστό νομοσχέδιο, πρέπει να συνεννοηθούμε επί ορισμένων σημείων του νομοσχεδίου, τα οποία πραγματικά εγκυμονούν κινδύνους. Δεν είναι καθόλου ακίνδυνο το νομοσχέδιο.
Πρώτα απ' όλα -το είπα και χθες- υπάρχουν στο νομοσχέδιο ορισμένα σημεία -στα οποία εφιστώ την προσοχή των συναδέλφων της πλειοψηφίας- που αντί να περιορίζουν τη δυνατότητα παρακολούθησης και ηλεκτρονικής καταγραφής των απολύτως προσωπικών δεδομένων, ιδίως των προσώπων τα οποία ασκούν δημόσια λειτουργήματα και είναι εκτεθειμένα στη δημόσια κριτική, που αντί να τα προστατεύουν από φανερά και κυρίως από αφανή κέντρα εξουσίας, που μεθοδεύουν τέτοιου είδους καταχωρήσεις, αντιθέτως δίνουν ένα είδος ελεύθερης διόδου, δίδουν ένα είδος carta Bianca, στο να παρακολουθούνται και να "φακελώνονται" κυρίως αυτά τα δημόσια πρόσωπα.
Μιλώ για τα άρθρα εκείνα που επιτρέπουν με την αόριστη έννοια "για δημοσιογραφικούς σκοπούς" την επεξεργασία ακόμη και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες, χωρίς περιορισμούς και χωρίς κανόνες. Είναι το άρθρο 7 κυρίως και το άρθρο 11.
Σας επισημαίνω, τους κινδύνους και τους μνημονεύω απ' αυτήν τη στιγμή, για να μπορέσετε εν τω μεταξύ να συνειδητοποιήσετε και να μελετήσετε ποια ακριβώς πόρτα ανοίγει το άρθρο 7, στην παράγραφο 2 και συγκεκριμένα στο σημείο η'.
Ακόμα το νομοσχέδιο θεωρώ ότι δεν κατοχυρώνει επαρκώς εν γένει -και την αισιοδοξία που έδειξε ο κύριος Πρωθυπουργός, δεν μπορώ να τη συμμεριστώ- τα δικαιώματα ενημέρωσης και πρόσβασης του πολίτη. Νομίζω ότι πρέπει, να αφιερώσουμε αρκετή φαιά ουσία σε ό,τι αφορά τη σύνθεση, τη συγκρότηση και τη λειτουργία της αρχής, η οποία θα είναι και ο προστάτης, κατά κάποιο τρόπο, του πολίτη, έναντι της ηλεκτρονικής παρακολούθησης.
Πιστεύω και το λέω εκ των προτέρων ότι αυτή η αρχή πρέπει να είναι κοινοβουλευτικό όργανο, να υπόκειται στο Κοινοβούλιο και στον έλεγχο του Κοινοβουλίου και βεβαίως να λειτουργεί υπό τις εγγυήσεις του Συντάγματος και του νόμου.
Νομίζω ότι είναι πράγματι μία σημαντική στιγμή του Ελληνικού Κοινοβουλίου η ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου και αν κατορθώσουμε να συνεργαστούμε επί των λεπτομερειών, θα μπορούμε να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη ότι ξεκινήσαμε απλώς να προστατεύουμε τον 'Ελληνα πολίτη από την επιδρομή και τις επιθέσεις που υφίσταται από τη σύγχρονη τεχνολογία, όχι μόνο από το κράτος -το κράτος δεν είναι ο μεγάλος εχθρός του- όσο περισσότερο από τα κέντρα εξουσίας στα οποία αναφέρθηκα.[…]
Θα περιοριστώ σε ορισμένες επιμέρους παρατηρήσεις στα άρθρα, γιατί τις γενικότερες τοποθετήσεις τις έκανα επανειλημμένως σ' αυτό το νομοσχέδιο.
Θα ήθελα, αναφερόμενη στο άρθρο 2 και στους ορισμούς που δίδονται, να επισημάνω κάτι που είπα και επί της αρχής, ότι η συγκατάθεση, όπως ορίζεται, είναι ελλιπής κατά το ότι δεν αναφέρει και την έκφραση "εν πλήρει επιγνώσει". Προτείνω, λοιπόν, μετά από τη φράση "κάθε ελεύθερη ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή" να προστεθεί "και εν πλήρει επιγνώσει". […]
Στο γενικό ορισμό είναι προφορικά, αλλά επιφυλάσσομαι στο άρθρο 7, του οποίου θα προτείνω μία άλλη διατύπωση, εκεί η συγκατάθεση να είναι γραπτή. Αλλά στο γενικό ορισμό είναι ρητή και θέλω να προτείνω να προστεθεί και η φράση "και εν πλήρει επιγνώσει".
Σε σχέση με τη συγκατάθεση και το άρθρο 5, προτείνω η συγκατάθεση στα απλά προσωπικά δεδομένα να είναι αποφασιστική. Δηλαδή ο κανόνας να είναι να μη γίνεται επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς συγκατάθεση και μόνο κατ' εξαίρεση να αναφερθούν οι περιπτώσεις β' έως στ', ως εξαιρέσεις στη συγκατάθεση.
Γι' αυτό θα έλεγα στο άρθρο 2, η παράγραφος 1 να διατυπωθεί ως εξής: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο έχει δώσει τη συγκατάθεσή του", και εννοώ τη συγκατάθεσή του, όπως περιγράφεται βέβαια στο άρθρο 2.
Παράγραφος 2: "Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν" και ακολουθούν οι υπόλοιπες περιπτώσεις.
Τώρα θα κάνω μερικά σχόλια νομοτεχνικού χαρακτήρα σε παρατηρήσεις νομοτεχνικού χαρακτήρα.
'Άκουσα με πάρα πολύ προσοχή τον κ. Κουβέλη. Πάντα προσέχω τις παρατηρήσεις του. Πιστεύω ότι αυτά τα οποία εσχολίασε στο άρθρο 2 και επρότεινε, έχουν μάλλον ακαδημαϊκό χαρακτήρα και όχι τόσο πρακτικά νομοτεχνικό, αν θεωρήσουμε ότι ψηφίζεται αυτό το άρθρο.
Το να σβήσουμε τα "ευαίσθητα δεδομένα" ως περίπτωση β' του άρθρου 2 σημαίνει ότι και τα ευαίσθητα δεδομένα τα υπάγουμε στα απλά προσωπικά δεδομένα. Και στερούμε εν τοιαύτη περιπτώσει τον πολίτη από την προστασία ειδικά των ευαίσθητων δεδομένων. Το εάν τα ευαίσθητα δεδομένα αναφέρονται ρητά και κατά περιεχόμενο στο άρθρο 2 είναι διότι παρακάτω πρέπει να γίνει η ρύθμιση του άρθρου 7.
Συμφωνώ απόλυτα και με τον κ. Πεπονή και με τον κ. Καψή και τα είπα άλλωστε πρώτη εγώ από του Βήματος, ότι τουλάχιστον σε σχέση με τα δημόσια πρόσωπα και τη δημοσιογραφική χρήση, εδώ ανοίγουν πόρτες, οι οποίες δεν κλείνουν με τίποτα.
Επίσης θα ήθελα να παρατηρήσω σε σχέση με όσα είπε ο κ. Κουβέλης πάλι, ότι όντως είναι αόριστη η διατύπωση του άρθρου 4 για τη "θεμιτή" και "νόμιμη" επεξεργασία. Αλλά εδώ αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει στους ποινικούς νόμους, αυτή η αοριστία ενεργεί υπέρ του προστατευομένου προσώπου, δηλαδή η διεύρυνση της νομιμότητας ή του θεμιτού επί τη βάσει της οποίας επιβάλλεται και ποινική κύρωση στο τέλος, για όποιον δεν τηρεί τα αρχεία κατά τρόπον θεμιτό και νόμιμο, αυτή η αοριστία εδώ ενεργεί εις όφελος του πολίτη, διότι η αρχή έχει τη δυνατότητα να διευρύνει το θεμιτό και το νόμιμο όσο θέλει -γιατί πράγματι είναι αόριστες έννοιες-και επομένως να θέσει μεγαλύτερες ασφαλιστικές δικλείδες.
'Έχω δύο παρατηρήσεις στο άρθρο 8, για τη διασύνδεση αρχείων.
Η παράγραφος 1 ομιλεί για διασύνδεση αρχείων. Πρέπει να βάλουμε διασύνδεση αρχείων ή και επεξεργασιών, γιατί έχω την εντύπωση, δεν είμαι πολύ ειδική στην πληροφορική, ότι μπορεί να υπάρχει επεξεργασία και να γίνει διασύνδεση με άλλη επεξεργασία, χωρίς ταυτόχρονα αυτή να αποτελεί και αρχείο. Αυτό τουλάχιστον μου έχει λεχθεί. Και γι' αυτό το θέτω υπό την κρίση του Υπουργού και των συμβούλων του, εάν υπάρχει αυτός ο κίνδυνος διασύνδεσης και μεμονωμένων επεξεργασιών, που δεν έχουν οργανωθεί σε αρχείο, να μπει και η φράση "διασύνδεση αρχείων ή επεξεργασιών επιτρέπεται μόνο υπό τους όρους του παρόντος άρθρου".
Η παράγραφος 3 αφορά τη διασύνδεση αρχείων, που έχουν σχέση ή μπορεί να έχουν σχέση με ευαίσθητα δεδομένα. Δηλαδή ομιλεί για αρχεία, που πρόκειται να διασυνδεθούν και περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα ή η διασύνδεση έχει συνέπεια την αποκάλυψη των ευαίσθητων δεδομένων, ή για την πραγματοποίηση της διασύνδεσης πρόκειται να γίνει χρήση ενιαίου κωδικού αριθμού, ο οποίος μοιραία θα περιλάβει και ευαίσθητα δεδομένα. Λέει, λοιπόν, ότι αυτή η διασύνδεση επιτρέπεται μόνο με προηγούμενη άδεια της αρχής. Δεν φτάνει αυτό. Δεν ξέρω βέβαια πώς θα διαμορφώσουμε το άρθρο 7 και πού θα καταλήξουμε και αν αυτό αποτελεί πρόβλημα, μπορεί ίσως να κρατήσει την ψήφιση του άρθρου 8 ο κύριος Υπουργός, για να δούμε τι θα γίνει και με το άρθρο 7. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, νομίζω, αν θέλει να προχωρήσει, πρέπει να προσθέσει στο τέλος αυτής της παραγράφου 3, ότι η διασύνδεση επιτρέπεται μόνο με προηγούμενη άδεια της αρχής -άδεια διασύνδεσης- "και με τις προϋποθέσεις του άρθρου 7". Δηλαδή όλοι οι περιορισμοί που θα ισχύουν για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων να ισχύουν και για τη διασύνδεση αρχείων, που αναφέρονται και σε ευαίσθητα δεδομένα.
Στο άρθρο 6 ήθελα να πω ότι μπορούμε να προσθέσουμε αυτό που παρατήρησε ο κ. Κουβέλης σε σχέση με το άρθρο 10.
Δηλαδή στη γνωστοποίηση να δηλώνονται και εκείνοι τους οποίους χρησιμοποιεί ο υπεύθυνος εργασίας για την εκτέλεση επεξεργασίας.
Αυτή η προσθήκη δεν ταιριάζει τόσο στο άρθρο 10, όσο ταιριάζει στο άρθρο 6 και συγκεκριμένα η παράγραφος 2 να λέει: "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει απαραιτήτως να δηλώνει: α) Το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία ή τον τίτλο του, καθώς και τη διεύθυνσή του, καθώς και το ονοματεπώνυμο, την επωνυμία ή τον τίτλο καθώς και τη διεύθυνση των προσώπων που χρησιμοποιεί, σύμφωνα με το άρθρο 10.
Το άρθρο 6 παράγραφος 2α διατυπώνεται ως εξής: "Το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία ή τον τίτλο του καθώς και τη διεύθυνσή του, καθώς και το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία ή τον τίτλο και τη διεύθυνση των προσώπων που χρησιμοποιεί για την εκτέλεση της επεξεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 10".