Search
× Search

Ομιλίες - Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΛΘ΄- 14.5.2008 (ΠΡΩΪ) : Αναθεώρηση άρθρων 24 παρ.1, 117 παρ.3, 29 παρ.2 και 3, 57 παρ.1, 58, 62 και 115 παρ.2

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι πολύ σημαντικά τα άρθρα που συζητούμε σήμερα και είναι θετικό ότι τουλάχιστον σε ένα από αυτά υπάρχει σύμπτωση απόψεων των Κομμάτων. Και δεν είμαι ευτυχής οπωσδήποτε, διότι δεν υπάρχει σύμπτωση σε άλλα άρθρα.  

Δεν θα αναφερθώ στο άρθρο 24, διότι αυτό είναι το βασικό άρθρο που συζητούμε διεξοδικά. Έχει γίνει και εκτός Βουλής μεγάλη συζήτηση. Επομένως, το μόνο στο οποίο περιορίζομαι είναι η παρατήρηση, ότι η Νέα Δημοκρατία δεν φιλοδόξησε να τροχιοδρομήσει μία καινούργια περιβαλλοντική πολιτική με το άρθρο 24 με την τροποποίηση που προτείνει. Απλώς, θέλησε να κάνει μία ορθολογικότερη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν τις δασικές εκτάσεις, θεμάτων που όλοι ξέρουμε, από εμπειρία πολιτική και κοινωνική, πόσο ταλαιπωρούν την ελληνική κοινωνία και έχουν δημιουργήσει σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, αλλά και προβλήματα περιβάλλοντος. Ατυχώς, η όλη ανάφλεξη του θέματος του περιβάλλοντος δεν μας επιτρέπει να γίνουμε περισσότερο ρεαλιστές επί τη βάσει της συγκεκριμένης πρότασης. Θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου σε δύο άλλες διατάξεις που απορρίπτονται και στο τέλος, θα κάνω μία διευκρίνιση νομοτεχνική στο άρθρο 57. 

Η μία είναι η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για την τροποποίηση του άρθρου 29 που αναφέρεται στα πολιτικά κόμματα. Και ξεκινώ με τη γενική παραδοχή -που θέλω να πιστεύω ότι είναι παραδοχή όλων- ότι τα πολιτικά κόμματα είναι θεσμοί του πολιτεύματος και πρέπει να κατοχυρώνεται η λειτουργία τους στο Σύνταγμα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ο πολίτης να αποκτά εμπιστοσύνη προς το κόμμα. Και πότε αποκτά εμπιστοσύνη προς το κόμμα ο πολίτης; Όταν μπορεί να γνωρίζει καλά και να ελέγχει τη λειτουργία ενός κόμματος. Δεν μπορεί, δηλαδή, τα κόμματα στη σημερινή δημοκρατία να είναι κλειστά κλαμπ, οχυρούμενα πίσω από μία, άλλοτε καλώς και πολλές φορές κακώς εννοούμενη, αυτονομία, ούτε ο τρόπος λειτουργίας τους και οι δυνάμεις που παρεμβάλλονται και τα επηρεάζουν για να σχηματίζουν την πολιτική τους τοποθέτηση να είναι αδιαφανείς απέναντι στο Λαό. Επομένως, δύο τρόποι υπάρχουν για να είναι διαφανή τα κόμματα και να είναι πραγματικά θεσμοί του πολιτεύματος: Τα οικονομικά τους να είναι απολύτως διαφανή και ελέγξιμα, αλλά και ο τρόπος που λαμβάνονται σημαντικές κομματικές αποφάσεις που επηρεάζουν την ποιότητα της πολιτικής ζωής και του πολιτεύματος πρέπει να είναι στοιχεία ελέγξιμα από τον πολίτη. Γι’ αυτό η πρότασή μας έχει ένα βασικό σκέλος που αναφέρεται στα οικονομικά των κομμάτων και των Βουλευτών και καθιερώνει το αυτονόητο: ότι ο κρατικός προϋπολογισμός πρέπει βασικά να χρηματοδοτεί τα κόμματα, αλλά να επιτρέπεται οπωσδήποτε και η ιδιωτική χρηματοδότηση, διότι και η εισφορά του μέλους έχει και αυτή τη σημασία της και την ιερότητά της, επομένως και το ένα και το άλλο πρέπει να είναι διαφανή και να ελέγχονται. Η πρότασή μας λέει να ελέγχονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και από το δικαστήριο του άρθρου 100, το Συνταγματικό Δικαστήριο που προτείνουμε. Θα μπορούσαμε, όμως, αν υπήρχε διάθεση συνεννόησης και συνεργασίας επί αυτών των θεμάτων να είμαστε πιο ανοικτοί, πιο αποτελεσματικοί και ενδεχομένως να καταλήξουμε και σε άλλες διατυπώσεις. 

Το ένα, λοιπόν, θέμα είναι τα οικονομικά των κομμάτων και ο τρόπος διαχείρισης των πόρων. Το δεύτερο, όμως, στο οποίο εγώ προσωπικά αποδίδω σημασία –και αυτή τη σημασία δεν την αποδίδω τώρα, αλλά διαχρονικά σε όλες τις συζητήσεις που έχουν γίνει περί εσωκομματικής δημοκρατίας και στην προηγούμενη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος ήμουν υπέρμαχος- είναι η ιδέα της εσωτερικής δημοκρατικής οργάνωσης των κομμάτων. Στην παράγραφο 3 που προσθέτουμε ως καινούργια παράγραφο στο άρθρο 29, ορίζουμε ότι τα κόμματα πρέπει να είναι οργανωμένα και να λειτουργούν, σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες, όπως προβλέπεται στα καταστατικά τους. Τι πιο δημοκρατικό και ειλικρινές προς τον πολίτη! Λέει δύο πράγματα: Πρώτον, ότι τα κόμματα πρέπει να έχουν καταστατικά δημόσια, δεν μπορούν να λειτουργούν μόνο με προφορικές συμφωνίες που δεν μπορεί να τις ελέγξει ο πολίτης και δεύτερον, ότι οι κανόνες που αποτυπώνονται σε αυτά τα καταστατικά πρέπει να ανταποκρίνονται στους δημοκρατικούς κανόνες, δηλαδή να λαμβάνονται συλλογικά και να ισχύει η απόφαση της πλειοψηφίας με διαφύλαξη των δικαιωμάτων του καθενός. 

Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Εάν υπάρχει ένας νόμος με γενικές αρχές λειτουργίας των κομμάτων. Υπάρχει στη Γερμανία από χρόνια ο νόμος περί κομμάτων, ο οποίος έχει τύχει εφαρμογής και στα δικαστήρια και έχει διαλευκάνει υποθέσεις που έγιναν και διεθνώς γνωστές, όπως ήταν η υπόθεση της διαχείρισης εισφορών προς το κόμμα της CDU, όπως είναι άλλες περιπτώσεις για τον τρόπο υπόδειξης των υποψηφίων στις λίστες, ιδίως όταν ισχύει όχι το καθεστώς του σταυρού, αλλά το καθεστώς της λίστας. Επομένως τι λέμε; Λέμε ότι οι κανόνες αυτοί που πρέπει να αποτυπώνονται στο νόμο και στα καταστατικά πρέπει να εξασφαλίζουν τη διαφάνεια, την ανεξαρτησία των κομμάτων από οποιαδήποτε κέντρα εξουσίας και να προβλέπουν και τα όργανα ελέγχου και τις κυρώσεις για την παράβαση αυτών των σχετικών υποχρεώσεων. 

Όταν διατύπωνα τη διάταξη αυτή, γιατί έχω παίξει κάποιο ρόλο στο να μπαίνει αυτή η διάταξη σε όλες τις αναθεωρήσεις, δεν πίστευα ότι θα ψηφιστεί βέβαια και με πλειοψηφία 180 Βουλευτών, εν πάση όμως περιπτώσει, νομίζω ότι είναι μια διάταξη «σημαδιακή», ας το πω έτσι, είναι με νόημα και κάποια φορά θα διαπιστωθεί, ότι είναι μια διάταξη που στηρίζει τη δημοκρατία και ωφελεί τα κόμματα, τα καθιστά πραγματικούς θεσμούς της πολιτείας. Η δεύτερη διάταξη που απορρίπτεται είναι το άρθρο 62 για την ασυλία. Θα ήθελα να καταστήσω σαφές στους συναδέλφους και σε όποιον μας ακούει, ότι η υπάρχουσα συνταγματική διάταξη δεν ορίζει καθόλου πότε η Βουλή αίρει ή δεν αίρει την ασυλία. Όλα αυτά που λέμε ότι όταν εμποδίζεται η πολιτική δραστηριότητα, όταν ανάγεται στα καθήκοντα του Βουλευτή, τότε δεν πρέπει να αίρεται η ασυλία, δεν προκύπτουν από το Σύνταγμα. 

Προκύπτουν από τον Κανονισμό της Βουλής, από το άρθρο 83. Και ο Κανονισμός της Βουλής, καθώς καταλαβαίνετε, είναι ένα κείμενο με ισχύ νόμου, το οποίο όμως τροποποιείται ανά πάσα στιγμή με μία απόφαση της Ολομέλειας. Συνταγματική κατοχύρωση και υπόδειξη προς τη Βουλή και τους Βουλευτές πότε αίρεται και πότε δεν αίρεται η ασυλία, δεν υπάρχει. Άρα, χρειαζόμαστε μία συνταγματική υποδομή γι’ αυτό το θεσμό, ο οποίος δεν είναι ένα προνόμιο του Βουλευτή, αλλά εξυπηρετεί το πολίτευμα και είναι ταγμένος να υπηρετεί τη λειτουργία της δημοκρατίας. Δεν είναι ταγμένος για να εξασφαλίζει και να δίνει προσωπικές εγγυήσεις στο Βουλευτή. 

Η ισχύουσα διάταξη έχει και κάτι άλλο, κύριοι συνάδελφοι, το οποίο αργά ή γρήγορα, αν δεν έχει «πέσει» ήδη στο Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θα «πέσει» στα σίγουρα. Αυτό είναι ότι η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες, αφ’ ότου η αίτηση του εισαγγελέα περιέλθει στον Πρόεδρο της Βουλής. Δηλαδή, δια της σιωπής η Βουλή μπορεί κάλλιστα να απορρίπτει τις αιτήσεις ασυλίας. Είναι κάτι το οποίο μπορούμε να το αφήσουμε να ισχύει μέσα στη διάταξη; Ακόμα και για λόγους παρουσίας μας στο εκλογικό σώμα. 

Επίσης, ένα τρίτο που υπάρχει στην ισχύουσα διάταξη είναι ότι η τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να αποφανθεί η Βουλή –και αν δεν αποφανθεί, πάει, δεν χορηγήθηκε η άρση- αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των Διακοπών της Βουλής. Και αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η Βουλή κάνει και τρεις μήνες διακοπή το καλοκαίρι –και μπορεί να κάνει και μεγαλύτερες διακοπές, εάν το αποφασίσει η Ολομέλεια- και στα Τμήματα Διακοπών της Βουλής δεν μπορεί να εισαχθεί αίτηση άρσης ασυλίας, καταλαβαίνετε πόσο πρέπει να περιμένει ο εισαγγελεύς και ο πολίτης που πιστεύει ότι έχει θιγεί από τη συμπεριφορά ενός Βουλευτού. 

Αυτές είναι ρυθμίσεις εξασφαλιστικές βέβαια του Βουλευτή, αλλά νομίζω ότι δεν συμβάλλουν στο να εδραιώνεται η εμπιστοσύνη στην άσκηση του βουλευτικού έργου. Γι’ αυτό και εμείς είπαμε πρώτα απ’ όλα να καθιερώσουμε, πότε αίρεται και πότε δεν αίρεται η ασυλία, να λέει δηλαδή κάτι σχετικό το Σύνταγμα. Και λέει ότι η Βουλή μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας δίωξης, εάν κρίνει ότι υποκρύπτεται πρόθεση παρεμπόδισης της ελεύθερης άσκησης των καθηκόντων του Βουλευτή ή άλλη πολιτική σκοπιμότητα. 

Εδώ, δηλαδή, πρώτα τίθενται όλα αυτά, τα οποία επιτρέπουν την άρση ασυλίας ώστε να διευκολύνουμε το Βουλευτή στην άσκηση των καθηκόντων του. Κυρίως όμως αυτά ορίζονται ως άρνηση της χορήγησης ασυλίας, ως εξαίρεση του κανόνα. Ο κανόνας είναι να χορηγείται η άρση της ασυλίας –να μην εξασφαλίζεται δηλαδή ο Βουλευτής- και μόνο όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, η Βουλή να αποφασίζει διαφορετικά. Βέβαια, δεν αναφέρεται και κάτι για την προθεσμία, αλλά δεν περιέχεται και το τραγελαφικό ότι αν περάσει η προθεσμία, τελείωσε, απορρίπτεται η αίτηση του εισαγγελέα. Δεν λέει τίποτα και για τις περιόδους των Διακοπών της Βουλής. Θα μπορούσε κάλλιστα –και εδώ έρχεται ο Κανονισμός- να ορίσει ότι άρση ασυλίας γίνεται και από το Τμήμα. 

Συνεπώς, κύριοι συνάδελφοι, δεν βρίσκω ικανοποιητικούς λόγους γιατί όλα τα κόμματα –τα αριστερά κυρίως- αρνούνται την υπερψήφιση του άρθρου 62. Τέλος, θα ήθελα να πω δύο λόγια για το άρθρο 57, το οποίο αφορά το ασυμβίβαστο. Συμφωνούμε όλοι ότι πρέπει να καταργηθεί η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος. Βέβαια, δεν μπορώ να παραδεχθώ με καμμία δύναμη αυτό που διατύπωσε συνάδελφος από το ΛΑ.Ο.Σ., ότι δηλαδή οι Βουλευτές που ψήφισαν το ασυμβίβαστο στην προηγούμενη Βουλή, το έκαναν διότι περίμεναν να πάρουν 10.000 ευρώ αποζημίωση μηνιαίως. Αυτά, κύριοι συνάδελφοι, ούτε συμβαίνουν ούτε πρέπει να λέγονται στη Βουλή. Δεν είμαι μεταξύ αυτών που υπερψήφισαν το ασυμβίβαστο, αλλά και οι συνάδελφοι που ετάχθησαν υπέρ αυτού, το έκαναν εκτιμώντας ότι με τον τρόπο αυτό βοηθούν καλύτερα στην εκτέλεση του κοινοβουλευτικού έργου. Έκαναν λάθος, αλλά θα το διορθώσουμε. 

Με την ευκαιρία αυτή, κυρία Πρόεδρε, θα ήθελα να πω ότι επειδή το άρθρο 57 και ιδιαιτέρως η πρώτη παράγραφος είναι κατά περίπλοκο τρόπο διατυπωμένη μέσα στην ισχύουσα διάταξη με πολλά εδάφια και απαριθμούμενες περιπτώσεις και για να μην υπάρχει καμμία σύγχυση, εκείνο το οποίο προτείνουμε -και κατά πάσα πιθανότητα γίνεται δεκτό- είναι από ολόκληρη την παράγραφο 1 του άρθρου 57 να γίνει η παρακάτω περικοπή. Πριν αναφερθώ σ’ αυτό, θα ήθελα να πω ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 57 περιέχει πολλές υποπεριπτώσεις και εδάφια. Εκείνο, λοιπόν, το οποίο απαλείφεται είναι η εξής περικοπή: «Τα καθήκοντα του Βουλευτή είναι επίσης ασυμβίβαστα με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος. Νόμος ορίζει τις δραστηριότητες που είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα, καθώς και τα σχετικά με τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα και τον τρόπο επανόδου των Βουλευτών στο επάγγελμά τους μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας. 

Οι δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου σε καμμία περίπτωση δεν μπορούν να περιλαμβάνουν την ιδιότητα του υπαλλήλου ή του νομικού ή του άλλου συμβούλου σε επιχειρήσεις των περιπτώσεις α΄ έως δ΄ της παραγράφου αυτής». Δηλαδή, είναι αυτά που ονομάσαμε ως εδάφια δ΄, ε΄ και στ΄, τα οποία, όπως τα διάβασα, απαλείφονται και καταργούνται από το άρθρο 57.

Print
840 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςΠολιτική Απορρήτου© 2024 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω