Search
× Search

Ομιλίες - Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΙΕ'-14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2001(ΑΠΟΓΕΥΜΑ): Αναθεώρηση του Συντάγματος (άρθρα 31,32,38,82,83)

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τη μεταρρύθμιση που έγινε το 1985-1986 το σύστημά μας έγινε απολύτως πρωθυπουργοκεντρικό και μάλιστα, όπως εκτίθεται, κατά τα πρότυπα πολλών ευρωπαϊκών πολιτευμάτων. Συνήθως αναφέρεται η Γερμανία και η Ιταλία ως υποδείγματα τέτοιου συστήματος. 

'Οντως, έτσι είναι. Το σύστημά μας, όμως, έγινε πρωθυπουργοκεντρικό, χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχουν κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες, που θα θέτουν κάποιους περιορισμούς σε αυτήν την απεριόριστη εξουσία του εκάστοτε Πρωθυπουργού. 

Το ερώτημα είναι: Στα άλλα συστήματα υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες; Νομίζω ότι υπάρχουν. Το γεγονός ότι στα κράτη αυτά, στα οποία αναφερθήκαμε, λειτουργούν δύο Βουλές και η σύνθεση των Βουλών αυτών μπορεί να ποικίλει όσον αφορά τις πλειοψηφίες, είναι κατά την άποψή μου ένα σύστημα, που θέτει κάποιους φραγμούς και εξασφαλίζει κάποιες ισορροπίες. Το ζούμε τώρα, παραδείγματος χάρη, στη Γερμανία, όπου η σύνθεση της Γερουσίας έχει άλλη πλειοψηφία από αυτήν που παρουσιάζει η κάτω Βουλή. Και αυτό διευκολύνει, ώστε στην τελική ψήφιση των νόμων που περνάνε και από τις δύο Βουλές, να παρεμβαίνει ένας κοινοβουλευτικός έλεγχος, ο οποίος στην πραγματικότητα αποτελεί ένα σχετικό φραγμό στη μεγάλη δύναμη της κυβερνητικής πλειοψηφίας που ελέγχει την κάτω Βουλή. 

Δυστυχώς, στο σύστημά μας δεν υπάρχει μια τέτοια δυνατότητα, ούτε είναι δυνατόν να την εισαγάγουμε. Ιστορικά δεν ευδοκίμησε και ούτε νομίζω ότι μπορούμε να το συζητούμε. Επομένως, παραμένουμε σε ένα απόλυτα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα. Και το ερώτημα είναι: Θα μπορούσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι εξουσίες του, επαναφερόμενες σε κάποιο βαθμό, να αποτελέσουν ένα αντίβαρο στην εξουσία του Πρωθυπουργού; 

Προσωπικά θα σας πω ότι αμφιβάλω εάν και αυτό μπορεί να γίνει, γιατί όταν αναλογιστώ τις παλαιές εξουσίες που είχε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν μπορώ να πω ότι μου εμπνέουν ενθουσιασμό. Mε εξαίρεση ίσως τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, δηλαδή, την επινόηση κάποιου συστήματος να γίνεται ένας έλεγχος των νόμων προτού φθάσουμε στη δημοσίευση στο φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, που θα μπορούσε να γίνεται μέσω του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν βρίσκω με ποιο άλλο σύστημα θα μπορούσαμε να κάνουμε δημοκρατικότερο και κοινοβουλευτικότερο το σύστημά μας, παρά μόνο τελικά -και εδώ νομίζω ότι θα εκφέρω μια αιρετική άποψη- το ισχύον σύστημα που μας παραπέμπει στη λαϊκή ετυμηγορία. 

Για να γίνω σαφέστερη, υποστηρίζω το εξής: Μια δημοκρατία και ένα κοινοβουλευτικό σύστημα δοκιμάζεται ως προς τη δημοκρατικότητά του κυρίως από τα δικαιώματα που δίδονται στη μειοψηφία. Δεν μπορεί να λειτουργήσει όσο γίνεται άψογα ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, εάν η εκάστοτε μειοψηφία δεν έχει δυνατότητες πολιτικού επηρεασμού των εξελίξεων. Δεν μιλάω για την ανεμπόδιστη άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου, δεν μιλάω για την ανεμπόδιστη άσκηση κριτικής και αποκάλυψης των αδυναμιών της Κυβέρνησης, που αυτά είναι αυτονόητα και υπάρχουν, αλλά μιλάω για τη δυνατότητα της μειοψηφίας να επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις. 

Παλαιότερα βέβαια, υπήρχε στο άρθρο 41 η δυνατότητα διά του Προέδρου της Δημοκρατίας να επηρεαστούν οι πολιτικές εξελίξεις με τη διάλυση της Βουλής, λόγω δυσαρμονίας. Αυτή ήταν μια υπερβολική εξουσία. Θα μπορούσε να είναι ανεξέλεγκτη στα χέρια ενός Προέδρου της Δημοκρατίας που θα μπορούσε να παρασυρθεί από τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ αυτή η εξουσία να δικαιολογηθεί εάν δεν υπήρχαν και άλλα αντίβαρα. 

Τι υποστηρίζω, λοιπόν, τώρα και θεωρώ ότι τουλάχιστον, έχουμε μια διέξοδο με το ισχύον σύστημα: 

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναμφισβήτητα πρέπει να εκφράζει μια πολιτική συναίνεση. Δεν μπορεί να είναι και να εκπροσωπεί αυτό που πρέπει να είναι, εάν προέρχεται από τις ψήφους ενός μόνο κόμματος. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Να έχει δηλαδή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μια γενικότερη αποδοχή; Ε, δεν είναι και ανεξάντλητοι οι τρόποι. Ο ένας τρόπος είναι να έχει αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή, διακόσιους και εκατόν ογδόντα, όπως είναι τώρα ή έστω και μόνο εκατόν ογδόντα. 

Το να εξασφαλίσουμε όμως, αυτούς τους εκατόν ογδόντα από τη Βουλή είναι αδύνατον, εάν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές συγκυρίες. Και αυτό που προτείνει το κυβερνών κόμμα, να έχουμε αέναες και επαναλαμβανόμενες εκλογές, συγκεντρώνει όλα τα μειονεκτήματα, τα οποία έχουν αναφερθεί τώρα και δεν θα ήθελα να τα αναφέρω. 

Θα μπορούσε βέβαια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ακόμα και με εκατόν πενήντα μια ψήφους να εκφράζει μια γενικότερη πολιτική συναίνεση, εάν ίσχυε πάλι αυτό που ισχύει στα κράτη τα οποία ανέφερα προηγουμένως που έχουν πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, αλλά διαθέτουν δύο Βουλές και η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται με απόλυτη πλειοψηφία από ενωμένες τις δυο Βουλές και με εμπλουτισμό αυτού του εκλεκτορικού σώματος και με άλλα πρόσωπα. Πάλι θα είχαμε μια εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με πολιτική συναίνεση. Ούτε και αυτό, όμως, μπορούμε να το έχουμε. 

Τελικά τι μας απομένει; Μας απομένει το ισχύον σύστημα. Επειδή εγώ δεν θα ήθελα να δεχθώ ότι αυτό το ισχύον σύστημα μάς μένει με την εις άτοπον απαγωγή, δηλαδή, επειδή δεν μπορούμε να βρούμε τίποτε άλλο, τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να το δικαιολογήσουμε. Για μένα η θεωρητική δικαιολόγηση του συστήματος -δεν είμαι από τους θερμούς θιασώτες της άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας- είναι ότι τουλάχιστον αυτό το σύστημα μπορεί να μετατραπεί ή να ερμηνευθεί ως ένα δικαίωμα της μειοψηφίας στον επηρεασμό των πολιτικών εξελίξεων. Είναι, δηλαδή, ένα κλειδί ή ένα εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε μειοψηφίας, αφού αυτή δεν διαθέτει κανέναν άλλο τρόπο συνταγματικό για να οδηγήσει στις εκλογές. Δεν μιλώ βέβαια για την ψήφο εμπιστοσύνης, διότι αυτή πάντα απορρίπτεται. Είναι ένας τρόπος αυξημένου κοινοβουλευτικού ελέγχου, αλλά δεν είναι τρόπος, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που οδηγεί σε πολιτικές εξελίξεις, δηλαδή σε εκλογές. 

Αφού, λοιπόν, δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος, ας θεωρήσουμε ότι το υπάρχον σύστημα που μας απομένει ως μόνη διέξοδος, είναι ένα μέσο ενίσχυσης των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Το λέω αυτό και από πολιτική εκτίμηση, διότι καμία μειοψηφία δεν θα ηρνείτο να συγκατατεθεί στην εκλογή ενός Προέδρου της Δημοκρατίας και θα οδηγούσε σε εκλογές, αν δεν είχε τη βεβαιότητα ή την πολύ αυξημένη πιθανότητα να κερδίσει τις εκλογές. Εάν δηλαδή δεν ήταν σχεδόν βεβαία ότι έχει αντιστραφεί το πολιτικό κλίμα, οι πολιτικές συνθήκες έχουν αλλάξει και πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στο λαό να προχωρήσει στις εκλογές και να αλλάξει την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας. Καμία αντιπολίτευση δεν θα "τρελαινόταν" να οδηγήσει διά του Προέδρου της Δημοκρατίας σε εκλογές, εάν δεν είχε τη βάσιμη ελπίδα -να μην πω τη βεβαιότητα- ότι έχει αντιστραφεί το κλίμα υπέρ αυτής. 

Ας θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι το εναπομένον σε εμάς σύστημα του ισχύοντος Συντάγματος είναι τουλάχιστον -θα το πω σαν παρηγοριά- ένα αντιστάθμισμα στην έλλειψη εξουσιών που έχει η μειοψηφία, δηλαδή, είναι ένα εργαλείο για να οδηγούμαστε στη λαϊκή κυριαρχία, όταν πράγματι υπάρχει δυσαρμονία και έχει αντιστραφεί το πολιτικό κλίμα.

Print
791 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςΠολιτική Απορρήτου© 2024 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω