Search
× Search

Ομιλίες - Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΣΤ'-24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2001(ΠΡΩΙ): Αναθεώρηση του Συντάγματος (άρθρα 4 έως 25και 116 παράγραφος 2)

Κατ' αρχήν θέλω να εκφράσω τη συμφωνία μου και την ικανοποίησή μου για τη σωστή διατύπωση πλέον της αναφοράς στο κοινωνικό κράτος δικαίου στο άρθρο 25, για την και τυπικά καθιέρωση της αρχής της τριτενέργειας των ατομικών δικαιωμάτων και επίσης την αναφορά στην αρχή της αναλογικότητας. Πρέπει, δηλαδή, να γίνει συνείδηση ότι τα ατομικά δικαιώματα προστατεύονται όχι μόνο έναντι του κράτους που σύμφωνα με τις νέες συνθήκες που επικρατούν δεν είναι και ο χειρότερος εχθρός του πολίτη, αλλά είναι βασικές αρχές και ρυθμίσεις που διέπουν τις μεταξύ των πολιτών και επομένως η κατάχρηση στην απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να οδηγεί στη συρρίκνωση των δικαιωμάτων των άλλων πολιτών. Επίσης και η αρχή της αναλογίας που έχει σχέση και με το κράτος και με τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών είναι μια αρχή που καλώς πλέον με συμφωνία -και νομίζω και ευρύτατη πλειοψηφία- καθιερώνεται στο Σύνταγμά μας. 

Θα μου επιτρέψετε δύο παρατηρήσεις σε μεμονωμένες ρυθμίσεις: Κατ' αρχήν θα ήθελα να πω ότι συμφωνώ απόλυτα με ό,τι είπε ο κ. Σταθόπουλος σε σχέση με το άρθρο 5 παράγραφος 4 για τα ατομικά διοικητικά μέτρα. Νομίζω ότι δεν βλάπτει σε τίποτα να εξαφανίσουμε ολόκληρη την παράγραφο που μιλάει για ατομικά διοικητικά μέτρα και να αφήσουμε μόνο να λειτουργεί ο ποινικός νόμος και η εξουσία του ποινικού δικαστηρίου. Και το λέω αυτό, γιατί έτσι όπως έχει μπει η ρύθμιση ότι τέτοια περιοριστικά μέτρα επιβάλλονται μόνο από το ποινικό δικαστήριο και με παρεπόμενη ποινή, βγάζει έξω μια άλλη κατηγορία περιοριστικών μέτρων που και αυτά επιβάλλονται από το ποινικό δικαστήριο που και αυτά επιβάλλονται με εγγύηση, που δεν είναι όμως παρεπόμενες ποινές, γιατί δεν συνοδεύουν μια καταδίκη. Είναι μέτρα κατά ακαταλογίστων, κατά προσώπων δηλαδή για τα οποία δεν εκδίδεται καταδικαστική απόφαση. Είναι γνωστά στον ποινικό κώδικα. Ο εγκλεισμός επικινδύνων π.χ. εγκληματιών που δεν καταδικάζονται, γιατί δεν μπορούν να καταδικαστούν επειδή είναι ακαταλόγιστοι. Αυτοί εγκλείονται σε δημόσιο ψυχιατρείο και αυτό είναι μέτρο ασφαλείας που επιβάλλει ποινικό δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο. Με τη ρύθμιση που κάνουμε όλα αυτά τα βγάζουμε αντισυνταγματικά γιατί θέλουμε να είναι παρεπόμενες ποινές, δηλαδή να προϋποτίθεται η καταδίκη. Συνεπώς καλύτερα είναι, κατά την άποψή μου, να δεχθούμε την πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης που λέει να φύγει όλη η παράγραφος 4, δηλαδή να μην υπάρχει καμία δυνατότητα ατομικών διοικητικών μέτρων και να αφήσουμε ελεύθερα να λειτουργούν τα ποινικά δικαστήρια και ο ποινικός νόμος, όπως λειτουργεί μέσα στις προϋποθέσεις γενικά του άρθρου 5, μέσα δηλαδή στην προστασία της προσωπικής ελευθερίας. 

Η δεύτερη παρατήρηση που θα ήθελα να δώσετε προσοχή -και αφήνω το άρθρο 17 κατά μέρος στο οποίο αναφέρθηκαν και άλλοι και αν μου μείνει χρόνος, που θα μου μείνει, θα αναφερθώ- έχει σχέση με το άρθρο 19 παράγραφος 3. 

Διατύπωσα και στην επιτροπή τις επιφυλάξεις μου για τη ρύθμιση που υιοθετούμε, ότι απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού, δηλαδή τα παράνομα αποδεικτικά μέσα, εν πάση περιπτώσει, βάσει των άρθρων 9 και 9α. 

Εάν είχαμε αγγλοσαξωνικό σύστημα δικαίου θα έλεγα ότι αυτό είναι μια φυσιολογική ρύθμιση. Δηλαδή αν δεν ίσχυε στη δικονομία μας, όπως ισχύει και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η αρχή της ελευθέρας εκτιμήσεως των αποδείξεων. Βεβαίως δεν σημαίνει αυτό ότι μπορεί να επιτρέπεται η χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων. Αυτά πρέπει να απαγορευτούν και με ειδικές διατάξεις στη δικονομία να περιλάβουμε απαγόρευση τουλάχιστον της απόδειξης που επιτυγχάνεται με τη χρήση φυσικής ή ψυχολογικής βίας κατά του ανακρινομένου. Υπάρχει, παραδείγματος χάρη, ειδική διάταξη στο γερμανικό ποινικό κώδικα, η οποία απαγορεύει στο δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη τέτοιου είδους αποδεικτικά μέσα. Αλλά αυτό εναπόκειται στην κρίση του ποινικού δικαστηρίου και πάντως δεν απαγορεύει τη λειτουργία άλλων προστατευτικών διατάξεων, όπως είναι οι διατάξεις περί αμύνης και καταστάσεως ανάγκης. Πρέπει να ξέρουμε ότι και όταν αποδεικνύεται η ενοχή, αλλά κυρίως η αθωότητα ενός κατηγορουμένου, μπορεί να υπάρχει αποδεικτική κατάσταση ανάγκης. Δηλαδή να μην μπορεί να αποδείξει κατ'άλλον τρόπο την αθωότητά του, παρά μόνο με την προσκόμιση και την ελεύθερη εκτίμηση ενός παρανόμου αποδεικτικού μέσου, μιας παράνομα μαγνητοφωνημένης παραδείγματος χάριν τηλεφωνικής επικοινωνίας.

Θεωρώ λοιπόν ότι είναι εξόχως επικίνδυνο αυτήν τη σωστή απαγόρευση να την περιλάβουμε στο Σύνταγμα. Διότι όταν την περιλαμβάνουμε στο Σύνταγμα, δεν αφήνουμε κανένα παράθυρο ανοικτό, δεν λειτουργούν οι διατάξεις περί αμύνης, δεν λειτουργούν οι διατάξεις περί καταστάσεως ανάγκης. Είναι μια απόλυτη απαγόρευση. Γι'αυτό τοποθετείται και στο Σύνταγμα. Και δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από δικαιολογημένη αλλά υπερβολική διάθεση προστασίας των δικαιωμάτων του πολίτη. Πολλές φορές πρέπει να παραβιάζονται δικαιώματα του πολίτη, για να προστατεύονται άλλα δικαιώματα. Το είπαμε πριν, που μιλήσαμε για την αρχή της αναλογικότητας και για το άρθρο 25. 

Συνεπώς η άποψή μου είναι -και την επαναλαμβάνω όπως την είχα πει και στην Επιτροπή- ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 19 δεν χρειάζεται, αλλά θα πρέπει να συνεργαστούμε όλοι στο να περιλάβουμε πιο αποτελεσματικές διατάξεις ιδίως στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και να οριοθετήσουμε καλύτερα την πολύ χρησιμη αρχή της ελευθέρας εκτιμήσεως των αποδείξεων. 

Δύο λόγια για το άρθρο 17: Για να υποστηρίξω τις προτάσεις της παράταξής μας δεν πιστεύω ότι βελτιώνεται η κατάσταση με την προσθήκη του κ. Βενιζέλου, ότι όταν αρχίζουν έργα εσπευσμένως, καταβάλλεται ένα τμήμα ευλόγου αποζημιώσεως. Συμφωνώ με όσα είπε και ο κ. Μαντέλης για το εύλογο της αποζημιώσεως. Βέβαια ούτε και η πρόταση που κάναμε εμείς σώζει τον πολίτη, αλλά τουλάχιστον προβάλλει τον πολιτικό χαρακτήρα μιας τέτοιας απόφασης. 

Εάν η πρόθεση είναι να διευκολυνθούν έργα πολύ μεγάλης σημασίας, όπως τα έργα π.χ. για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που έχουν επείγοντα χαρακτήρα και εξαιρετική σημασία, τουλάχιστον να περιλάβουμε στο Σύνταγμα την υποχρέωση λήψης μιας πολιτικής απόφασης και νομικής βέβαια, από το Υπουργικό Συμβούλιο. Ας μην αφήνεται αυτή η απόφαση της εφαρμογής της διαδικασίας της παραγράφου αυτής μόνο στα κοινά όργανα και στον Υπουργό που απαγγέλλει την απαλλοτρίωση. Ας λαμβάνεται μια απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που θα επιβεβαιώνει τα δύο αυτά στοιχεία, τον επείγοντα χαρακτήρα και τη μεγάλη σημασία του έργου και αυτή η απόφαση θα έχει μείζονα πολιτική σημασία. Δεν λαμβάνονται νομίζω τόσο εύκολα αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Και επιπλέον θα ελέγχεται και από το Συμβούλιο Επικρατείας ως προς τα δύο σκέλη της.

Print
836 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςΠολιτική Απορρήτου© 2024 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω