Search
× Search

Ομιλίες - Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΛΒ'-7.3.2001:Αναθεώρηση του Συντάγματος (άρθρα 88,89,90,92,93,94,95,97,98 και 100)

Ασχολούμαστε σήμερα με το κεφάλαιο της δικαιοσύνης και νομίζω ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε την οργάνωση της πολιτειακής εκείνης εξουσίας που σήμερα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς έχει επωμισθεί το μεγάλο βάρος της εξισορρόπησης των πολιτικών εξουσιών, της προάσπισης, της διαφάνειας και της εντιμότητας στο δημόσιο βίο και βεβαίως, το κύριο και σπουδαιότερο, τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του πολίτη. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό και αισιόδοξο το γεγονός ότι σε πάρα πολλά σημεία των ρυθμίσεων αυτών έχουμε φθάσει σε ένα επίπεδο συναίνεσης και συμφωνίας, καθώς η δικαιοσύνη και στη χώρα μας αυτήν τη στιγμή καλείται να επιτελέσει μια ιδιαίτερη λειτουργία. Και επειδή καλείται και από μας τους πολιτικούς να επιτελέσει αυτήν τη λειτουργία, βρίσκεται στο επίκεντρο διαξιφισμών και αντιδικιών, που δεν βοηθούν σε γενικές γραμμές αυτήν τη στάση. 

Είναι γνωστό ότι εμείς οι πολιτικοί -και να το γενικεύσω, για να μη φανεί αυτήν τη στιγμή ότι κάνουμε κομματική αντιδικία- από τη μια μεριά έχουμε ως ευκολότατη απόκριση, "πηγαίνετε στη δικαιοσύνη", και από την άλλη πλευρά όταν επιληφθεί η δικαιοσύνη αρχίζουμε τις επιπλήξεις, ότι η δικαιοσύνη πολιτικοποιείται, ότι επεμβαίνει στην πολιτική ζωή και ότι στερεί δικαιώματα από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. 

Επειδή, λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια τέτοια φάση, το καλύτερο είναι να συνεργαστούμε όσο μπορούμε καλύτερα, για να ρυθμίσουμε τα θέματα της δικαιοσύνης έτσι, ώστε να μπορεί να επιτελεί αυτή το έργο, το οποίο ανά πάσα στιγμή, εμείς την καλούμε να επιτελέσει. 

Με τις ρυθμίσεις, τις οποίες λίγο-πολύ έχουμε συμφωνήσει, νομίζω ότι γίνονται τέτοια θετικά βήματα, ιδίως όσον αφορά την εσωτερική θωράκιση της δικαιοσύνης, όσον αφορά τα ζητήματα, δηλαδή, αυτοδιοίκησης και λειτουργικής εσωτερικής ανεξαρτησίας των δικαστών, αλλά επίσης και σε ό,τι αφορά τη σχέση των δικαστικών σωμάτων μεταξύ τους. Θεωρώ θετικά στοιχεία, και θέλω αυτό να το τονίσω, το ότι κατοχυρώνεται κάποια ενοποίηση της διοικητικής δικαιοσύνης με την προαγωγή των διοικητικών δικαστών στο επίπεδο του Συμβουλίου της Επικρατείας και μάλιστα στο επίπεδο του συμβούλου. Εγώ προσωπικά θα ευχόμουν να μην ήταν και τόσο πάγια η ρύθμιση του Συντάγματος, δηλαδή να μη χρειάζεται νέα συνταγματική μεταρρύθμιση, ώστε αυτό το ποσοστό που μετά πολλού κόπου δίδεται, να πρέπει να αλλάξει, αλλά να υπάρχει μετά από ένα χρονικό όριο κάποια δυνατότητα διά νόμου πλέον να ρυθμίζεται αυτή η σχέση. Εν πάση περιπτώσει, εγώ προσωπικά το προτείνω βέβαια, και αν δεν υπάρξει συγκατάθεση σ' αυτό το σημείο, έστω τουλάχιστον αυτό που θεσπίζουμε είναι μία θετική εξέλιξη. Καθώς επίσης και το θέμα της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων. 

Έρχομαι όμως σε ένα θέμα, όπου φαίνεται να υπάρχει απόκλιση και μάλιστα έντονη, μετά την υπαναχώρηση του κυρίου εισηγητή της Πλειοψηφίας. Το θέμα της επιλογής των κορυφών της δικαιοσύνης, για να μη λέμε ηγεσίες και έχει δίκιο ο κ. Γιαννόπουλος. 

Το ένα θέμα είναι η υπόδειξη των προέδρων. Εμείς κάνουμε πράγματι μια διαφορετική πρόταση από αυτήν της επιτροπής, που εμμένει στο ισχύον καθεστώς. Δεν σας κρύβω, πολλές φορές έχω διατυπώσει την άποψη ότι το ισχύον καθεστώς είναι τελικά ένα λογικό καθεστώς, δηλαδή η επιλογή από το Υπουργικό Συμβούλιο, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι το Υπουργικό Συμβούλιο θα είναι σώφρον πάντοτε και δεν θα υπάρχουν σοβαρές αποκλίσεις. Το παρελθόν μας έχει δείξει ότι δεν μπορούμε να επαναπαυόμαστε σε μια τέτοια εντύπωση και γι' αυτό η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας πλησιάζει περισσότερο προς τις προτάσεις του δικαστικού σώματος. Και λέει το απλούστερο: ότι η επιλογή θα γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά μεταξύ των αντιπροέδρων, οι οποίοι θα επιλέγονται από τις ολομέλειες των δικαστηρίων. Και γιατί; Διότι δυστυχώς το Υπουργικό Συμβούλιο έχει δώσει ασυγχώρητα δείγματα παραβίασης κάθε τάξης και ευταξίας, κάνοντας τις περίφημες βουτιές, όχι μόνο για τον πρόεδρο του δικαστηρίου, αλλά και για τους αντιπροέδρους. Αν δούμε τι έγινε στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις τελευταίες επιλογές. Θα πρέπει να μην έχουμε καμία εμπιστοσύνη στο παρόν Υπουργικό Συμβούλιο, που έκανε τέτοια χρήση δικαιώματος στο θέμα των αντιπροέδρων, αλλά εγώ θα προχωρήσω παραπέρα για να είμαι αντικειμενική, και σε κανένα Υπουργικό Συμβούλιο σε σχέση με τους αντιπροέδρους. 

Είναι λοιπόν σωστό να αφεθούμε στις ολομέλειες. Τουλάχιστον οι ολομέλειες των δικαστηρίων, όσο και αν από κάποιους προέδρους ενδέχεται να υφίστανται ανεπίτρεπτες επιρροές, θα έχουν ένα κριτήριο αυτοσεβασμού, δηλαδή σεβασμού της ιεραρχίας και σεβασμού της αξιοκρατίας. Εγώ θα πήγαινα ακόμη μακρύτερα και θα έβαζα και κάποιον περιορισμό στις επιλογές των αντιπροέδρων από τις ολομέλειες, ίσως κάποια χρόνια θητείας, κάποια χρόνια αρχαιότητας. Αλλά εκεί θα πέσουμε σε κάποιες μεγάλες δυσαναλογίες μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου και θα ήταν δύσκολο να βρούμε μία ενιαία ρύθμιση για όλα τα δικαστήρια. 

Κύριοι συνάδελφοι της Πλειοψηφίας, πρέπει να παραδεχθείτε -πράγμα που το προτείνουν και τα δικαστήρια άλλωστε και η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας- ότι είναι καλύτερα οι αντιπρόεδροι να επιλέγονται από τις ολομέλειες με κριτήρια που ταιριάζουν στους δικαστές και από κει και πέρα το Υπουργικό Συμβούλιο να κάνει τις επιλογές του. 

Η μεγάλη όμως υπαναχώρηση και έκπληξη από τον εισηγητή της Πλειοψηφίας είναι στο θέμα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Γιατί, να μην προέρχεται και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου από τον εισαγγελικό κλάδο και μάλιστα από τους αντεισαγγελείς; Τι να πω τώρα; Να μη δίνω τις εξηγήσεις που δίνονται στους διαδρόμους για την υπαναχώρηση αυτή. Δεν μου αρέσει, γιατί έτσι προσωποποιούμε τα θέματα και φαινόμαστε να μη νομοθετούμε με το πνεύμα που πρέπει να νομοθετούμε για τη δικαιοσύνη. Είναι αδικαιολόγητη η υπαναχώρηση για λόγους ουσίας. Αναφέρθηκε ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου πρέπει να έχει εξοικείωση και με τα αστικά θέματα, διότι υποστηρίζει και τέτοιες υποθέσεις στον 'Αρειο Πάγο. Όλοι νομικοί είμαστε, παροικούμε την Ιερουσαλήμ και ξέρουμε, έπειτα και από τις νεότερες τροποποιήσεις πόσο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ασχολείται επισήμως με θέματα Αστικού Δικαίου, θέματα πολιτικών υποθέσεων. Ελάχιστα. Και είναι βέβαια και μειωτικό, αλλά και τελείως παράλογο να λέμε ότι γι' αυτήν την ελάχιστη, ενδεχόμενη και προαιρετική ενασχόληση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με θέματα πολιτικών δικών δεν μπορεί να ανταποκριθεί ένας ώριμος και με πολλά χρόνια στην υπηρεσία αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ένας εκπρόσωπος του εισαγγελικού λειτουργήματος που έχει φτάσει στα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας. 

Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Στην υπαναχώρηση αυτή υπάρχουν κάποια προσωπικά στοιχεία, τα οποία σας είπα ότι δεν με ενδιαφέρουν και δεν θέλω να φτάσουμε σ' αυτό το σημείο. 'Ομως υπάρχει κι ένα προσωπικό θέμα που επίσης θέλω να το αναφέρω, το σχετικό με τη θητεία των προέδρων. 

Πράγματι όλοι συμφωνούμε η θητεία αυτή να είναι τετραετής και αυτό είναι ένας φραγμός στην παντοδυναμία της κεφαλής της δικαιοσύνης. Καταλαμβάνει βέβαια κάποιους, ιδιαίτερα τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, αυτοστιγμεί. Εγώ δεν έχω κανένα λόγο να ασχολούμαι με πρόσωπα, αλλά μου φαίνεται τουλάχιστον άκομψο και παρουσιάζει έλλειψη τακτ έναν πρόεδρο, τον οποίον δεν τον επιλέξαμε εμείς βέβαια, το παρόν Υπουργικό Συμβούλιο τον επέλεξε, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του κατά τρόπο που δεν αρέσει κατά πάσα πιθανότητα στην κυβερνητική Πλειοψηφία, να τον καταλαμβάνουμε εξ απροόπτου στη μέση της θητείας του και να του λέμε: "Από την επομένη που εμείς ψηφίζουμε τη διάταξη εσύ φεύγεις". 

Γι' αυτό θα έλεγα, για να βρούμε ένα συμβιβασμό, τέλος πάντων, σ' αυτά τα θέματα που μας επηρεάζουν στην αντικειμενική μας κρίση, ας ξεφύγουμε απ' αυτήν τη δυσκολία, ας θεσμοθετήσουμε την αρχή των διατάξεων -το σωστό που πρέπει να κάνουμε- δηλαδή την τετραετή θητεία για όλους αλλά και την προέλευση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από το εισαγγελικό σώμα, και αυτές τις διατάξεις που συνδέονται με πρόσωπα, που καταλαμβάνουν άλλους εξαπίνης, που φαίνονται να είναι άσπλαχνες κι όχι, εν πάση περιπτώσει, αμέσως βατές, ας τις αφήσουμε να λειτουργήσουν από την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο. Έτσι θα θεσμοθετήσουμε κάτι σωστό επί τη βάσει των αρχών που πρεσβεύουμε, θα είναι σύμφωνο με τις αρχές μας και θα έχουμε ξεφύγει με κάποιον ελιγμό, το παραδέχομαι, τις δυσκολίες που μας δημιουργεί η άμεση εφαρμογή αυτών των διατάξεων. Ελπίζω αυτά να μεταφερθούν και στον εισηγητή της Πλειοψηφίας, μήπως και κατορθώσουμε στο σημείο αυτό να βρούμε κάποια ενδιάμεση λύση. 

Είμαι σύμφωνη με το ότι πήραμε πίσω τη διάταξη για τους ενόρκους, καθώς επίσης και τη διάταξη για το "ανυπόστατο" των μη αιτιολογημένων αποφάσεων. 'Οχι γιατί θέλω αναιτιολόγητες αποφάσεις, αλλά νομίζω ότι αυτές οι υπερβολές και ολίγον αγραμματοσύνες στο Σύνταγμα δεν χρειάζονται. Θα ήθελα επίσης να εκφράσω την αντίρρησή μου για το Ειδικό Δικαστήριο που θα εκδικάζει τους μισθούς των δικαστών. Θέλω βέβαια οι συντάξεις να μπουν στην ίδια κλίμακα με τους μισθούς, όσον αφορά το ύψος τους. Ξέρουμε τι συμβαίνει με τις συντάξεις των δικαστικών, οι οποίες κινούνται σε επίπεδα πρωτοδίκου αυτήν τη στιγμή, διότι ακόμα η Κυβέρνηση δεν έχει φέρει στο ίδιο επίπεδο τους μισθούς και τις συντάξεις των δικαστικών. Αλλά ας μην καταφύγουμε σε ειδικό δικαστήριο, διότι αυτό είναι πάλι μια εκδήλωση συγκυρίας. Και τέλος, όσον αφορά τις αρμοδιότητες των δύο άλλων δικαστηρίων -δεν επεμβαίνω στα του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο συνάδελφος κ. Παυλόπουλος τα ξέρει καλύτερα- αλλά δεν διανοούμαι με οποιονδήποτε τρόπο να κοπεί ο δευτεροβάθμιος έλεγχος αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων. 

Όσον αφορά το Ελεγκτικό Συνέδριο, δεν ξέρω αν ικανοποιούν οι διατάξεις αυτές. Αλλά πάντως έλεγχος των ΝΠΙΔ, που διαχειρίζονται χρήματα του δημοσίου, πρέπει να εξασφαλιστεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς επίσης, όπως εμείς υποστηρίζουμε, ο έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων και των Βουλευτών.

Print
788 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςΠολιτική Απορρήτου© 2024 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω