Search
× Search

Ομιλίες - Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΛΓ΄- 7.5.2008 (ΠΡΩΪ) : Γενική Συζήτηση για την Αναθεώρηση

Κυρία και κύριοι συνάδελφοι, θέλω κατ’ αρχάς, κατά προτεραιότητα στη σύντομη αυτή τοποθέτηση να προτάξω δύο λόγια με την ιδιότητα της Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, που επεξεργάστηκε το Σύνταγμα. 

Το θέλω αυτό για να εκφράσω πρώτα απ’ όλα τις ευχαριστίες μου προς τους Βουλευτές όλων των κομμάτων που μετείχαν σ’ αυτήν την επιτροπή και την ικανοποίησή μου –που υπήρξε άλλωστε ικανοποίηση όλων- για το πνεύμα που επεκράτησε σ’ αυτήν την επιτροπή, για το γόνιμο διάλογο που διεξήχθη, ανεξαρτήτως αποτελέσματος και για το ότι αυτή η συνεργασία, που προηγήθηκε, προδικάζει –και φαίνεται ήδη- το πνεύμα που θα επικρατήσει και στις συζητήσεις που θα έχουμε στην Ολομέλεια.

Επιβεβαιώσαμε, δηλαδή, με τον τρόπο που συνεργαστήκαμε και συνδιαλεχθήκαμε, αυτό που κατ’ εξοχήν και κατά κόρον λέγεται και είναι σωστό, ότι η αναθεωρητική διαδικασία είναι μία κατ’ εξοχήν βουλευτική διαδικασία και είναι μία ώρα του κοινοβουλευτισμού που αποδεικνύει στον πολίτη και τον βοηθάει να εκτιμήσει από τη μία πλευρά τον κάθε Βουλευτή, την υπευθυνότητά του και την αξιοπιστία του και από την άλλη την κοινωνικοπολιτική κατεύθυνση και την καθαρότητα των στόχων που έχουν τα κόμματα, τα οποία μετέχουν σ’ αυτήν τη διαδικασία. 

Ειδικά σ’ αυτήν τη διαδικασία, λόγω της απουσίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ., μετείχαν και μετέχουν κόμματα που βρίσκονται σε εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές, ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις. Παρ’ όλα αυτά, τα κόμματα αυτά και οι Βουλευτές που τους εκπροσωπούν, μπορούν να ανακαλύψουν κοινούς παρονομαστές, μπορούν να ανταλλάξουν απόψεις έστω και μη συμφωνούντες. Μπορούν, δηλαδή, να οδηγήσουν -για να παραφράσω μία φράση του κ. Δραγασάκη, που προηγήθηκε- όχι σ’ αυτό που ο ίδιος έψεξε, το συναινετικό δικομματισμό –αναφερόμενος στα δύο μεγάλα αστικά κόμματα- αλλά στο να αποδείξουν ότι υπάρχει και συναινετικός πολυκομματισμός. Ειδικά το Σύνταγμα προσφέρεται γι’ αυτήν τη συζήτηση και γι’ αυτό το αποτέλεσμα. Γι’ αυτό είναι μία μείζονος σημασίας συζήτηση, στην οποία ατυχώς απουσιάζει το δεύτερο μεγάλο αστικό κόμμα της κοινωνίας μας, που εκπροσωπεί και ένα κομμάτι του ελληνικού λαού. 

Δεν θα υπεισέλθω και δεν θα αναλύσω κι εγώ τους λόγους για τους οποίους απέσχε και απέχει το ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Η αποχή του αυτή, ειδικά στη νέα κοινοβουλευτική περίοδο, είναι τελείως παράλογη και τελείως αδικαιολόγητη. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι στην προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο είχε κάποιους λόγους το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να κάνει μια θεαματική αποχώρηση ακόμη και αν είχε μια τυπική δικαιολογία για να απόσχει λέγοντας ότι έγιναν παρατυπίες ή ότι η Κυβέρνηση είναι αναξιόπιστη –καίτοι όπως ξέρουμε η Αναθεώρηση δεν είναι έργο της Κυβέρνησης- στην παρούσα κοινοβουλευτική περίοδο, η αποχή αυτή προσέβαλε βαθύτατα κατά τη γνώμη μου τη Βουλή, ένα μεγάλο μέρος της Βουλής και ιδίως τη συντριπτική πλειοψηφία των Βουλευτών που εξελέγησαν για πρώτη φορά σ’ αυτήν τη Βουλή, ένα μεγάλο μέρος των οποίων ανήκει και στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Τους υποχρέωσε, δηλαδή, να ευθυγραμμιστούν με μια πολιτική απόφαση ειδικής αιτιολογίας της προηγούμενης Βουλής και τους στέρησε από τη δυνατότητα όπως και ολόκληρη τη Βουλή από την ευκαιρία, να συμπράξουν σε μια κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία. 

Πράγματι, η διαδικασία αυτή, όπως έχει διαγραφεί στο άρθρο 110 περί Αναθεώρησης του Συντάγματος, επιβεβαιώνει ότι το Σύνταγμά μας είναι αυστηρό, ότι θέλουμε να παραμείνει αυστηρό, δηλαδή να μην αλλάζει τόσο εύκολα όσο μπορεί να αλλάξει ένας νόμος, και κυρίως να παρεμβάλλεται η λαϊκή ετυμηγορία η οποία είναι ένα ισχυρότατο θεμέλιο. Σ’ αυτό άλλωστε στηρίχθηκα μόλις πριν λίγο και είπα πόσο παράλογη και αδικαιολόγητη είναι η απουσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. αφού μεσολάβησε λαϊκή ετυμηγορία. Γι’ αυτό και δεν συμφωνώ με όσα ελέχθησαν, να αλλάξουμε το άρθρο 110. Εμείς οι παλιοί γνωρίζουμε ότι είχε γίνει απόπειρα από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 1986 να τροποποιηθεί και το άρθρο 110 του Συντάγματος αλλά οι ίδιοι οι συντάκτες αυτής της διάταξης την απέσυραν βλέποντας πόσο ασταθής ήταν. 

Επίσης, ένα άλλο στοιχείο που είναι χαρακτηριστικό του Συντάγματος και της συνταγματικής διαδικασίας της Αναθεώρησης είναι ότι όλες οι διατάξεις του Συντάγματος έχουν την αξία τους και τη σημασία τους. Διαβάζω κατά κόρον στον Τύπο και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, που ελέγχονται από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., για το ότι είναι μια ευτελής Αναθεώρηση, ότι είναι μια νεκρή Αναθεώρηση, ότι είναι ασήμαντη, επουσιώδης και προσχηματική. Και όλα αυτά γιατί υποτίθεται ότι οι διατάξεις, πάνω στις οποίες διαφαίνεται μια συμφωνία με όλα τα κόμματα, δεν θεωρούνται σημαντικές. Γιατί, κύριοι συνάδελφοι; Οι διατάξεις του Συντάγματος τυπικά έχουν οπωσδήποτε την ίδια ισχύ αλλά επιπλέον η κάθε μια απ’ αυτές κρύβει πίσω της μια δυναμική και έχει μια σημασία, την οποία κανείς δεν δικαιούται να υποτιμήσει. 

Ας πούμε τι διαφαίνεται από τις διατάξεις, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσουν σε κάποια συμφωνία. Είναι όλες διατάξεις που ενισχύουν την κοινοβουλευτική διαδικασία. Είναι διατάξεις που ενισχύουν το προφίλ και το έργο του Βουλευτού. Είναι πολύ εύκολο το άρθρο 57, στο οποίο φαίνεται να συμφωνούμε, να χαρακτηρίζεται ως μια συντεχνιακή ρύθμιση. Δεν είναι όμως έτσι. Διότι και τότε αυτό που μας απασχόλησε, όταν ψηφίστηκε η διάταξη, και τώρα που θέλουμε να αλλάξουμε το καθεστώς, το κίνητρο δεν είναι η συντεχνία. Το κίνητρο είναι να εξασφαλίσουμε ποιότητα του κοινοβουλευτικού Σώματος και κυρίως την αντιπροσωπευτικότητά του, ότι μπορεί δηλαδή να καλύπτει όλο το φάσμα επαγγελμάτων, μορφωτικών επιπέδων, κοινωνικής προέλευσης που αλλιώς με το ισχύον καθεστώς του ασυμβιβάστου δεν μπορεί να πραγματωθεί, γιατί βάζει φραγμούς ανυπέρβλητους, που επηρεάζουν την ποιότητα της κοινοβουλευτικής σύνθεσης. 

Επίσης, η διάταξη στην οποία διαφαίνεται ότι μπορεί να υπάρξει συμφωνία, η διάταξη για την αλλαγή του τρόπου συζήτησης του προϋπολογισμού, δεν είναι μια ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, του ρόλου της Βουλής και των Βουλευτών; Έτσι, θα είναι δυνατόν η Βουλή να επηρεάζει προβλέψεις του προϋπολογισμού και κυρίως θα έχει συνταγματική κατοχύρωση το άλλο κοινοβουλευτικό αιτούμενο, που είναι η Βουλή να μπορεί να παρακολουθεί την εξέλιξη της πορείας του προϋπολογισμού και να ελέγχει την Κυβέρνηση για το αν τηρεί τον προϋπολογισμό ή αποκλίνει απ’ αυτόν ή τον τροποποιεί στα κρυφά.

Επομένως ο ευτελισμός κατά κάποιο τρόπο που επιδιώκεται κυρίως από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε σχέση με την αξία των διατάξεων, τις οποίες ενδέχεται να τροποποιήσουμε, είναι ένας ευτελισμός που πηγάζει μόνο από την κατάσταση αδιεξόδου στην οποία έχει βρεθεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Μονίμως βρίσκεται σε κατάσταση αδιεξόδου, διότι δεν μπορεί να συγκροτήσει μια πραγματικά ανεπίδεκτη αμφισβητήσεων πολιτική γραμμή. Παραπαίει στο θέμα της ανώτατης παιδείας μεταξύ των μη κρατικών πανεπιστημίων που είχε υποστηρίξει και ο ίδιος ο Αρχηγός του και της ιδέας του κρατικού μονοπωλίου. Δεν μπορεί να τα συμβιβάσει μέσα στους κόλπους του και όλα αυτά εκφράζονται σ’ αυτήν τη στείρα άρνηση, που όπως είπα προηγουμένως δεν έχει ούτε δικαιολογία ούτε λογική. 

Όπως είπα και στην αρχή, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το πολύ σημαντικό και θετικό αυτής της διαδικασίας που ίσως ενδυναμώνεται από την απουσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., δηλαδή το ότι το αστικό μπλοκ, ας το πω έτσι, δεν είναι τόσο συμπαγές όπως θα ήταν εάν μετείχε και η Αξιωματική Αντιπολίτευση, είναι ότι δείχνει τις προσεγγίσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ κοινοβουλευτικών κομμάτων ανεξαρτήτως των ιδεολογικών διαφορών τους. Μπορεί να υπάρχουν ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις, στις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει προσέγγιση. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα να ισχύσει η υπόδειξη που έγινε από Βουλευτή του ΛΑ.Ο.Σ. προς τον Πρωθυπουργό να απευθυνθεί στην Αριστερά και να της ζητήσει να αλλάξει την τοποθέτησή της. Αυτά τα πράγματα βέβαια είναι ωραία χάριν του λόγου, αλλά δεν είναι δυνατόν να γίνουν. 

Μπορεί, λοιπόν, να μην υπάρχουν δυνατότητες προσέγγισης σε βασικά θέματα ιδεολογικοπολιτικής κατεύθυνσης, όμως υπάρχουν τόσα πολλά σημεία στα οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε και να βελτιώσουμε τις λεπτομέρειες της λειτουργίας του κοινοβουλευτικού συστήματος και σε τελική ανάλυση της δημοκρατίας, ώστε πραγματικά αξίζει αυτή η συζήτηση, αξίζει αυτή η προσπάθεια προσέγγισης. Στο τέλος-τέλος μπορώ να πω ότι αυτό ειδικά δικαιώνει και την παρούσα Αναθεώρηση. 

Είδαμε ότι υπάρχει κάποια προσέγγιση στα θέματα τα οποία αναφέρθηκαν. Εγώ θα μπορούσα να αναφέρω και πολλές άλλες ακόμα βελτιωτικές παρεμβάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν στα υπό ψήφιση άρθρα και τις οποίες τα κόμματα της Αντιπολίτευσης μπορούν να επανεξετάσουν. Για παράδειγμα, κάτι που στηρίζει τη Βουλή και το ρόλο της ως νομοθετικού Σώματος και εκφραστή της λαϊκής κυριαρχίας, είναι η διάταξη του άρθρου 78, η οποία προβλέπει ότι όταν το δημόσιο πρόκειται να παραχωρήσει εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου, πρέπει να τις περνά με τυπικό νόμο. Αυτό τι σημαίνει; Ότι δεν μπορεί εν κρυπτώ μια κυβέρνηση, η όποια κυβέρνηση, να δώσει μια εγγύηση του ελληνικού δημοσίου σε μια σύμβαση, στην εκτέλεση μιας συμφωνίας, την οποία δεν την γνωρίζει το Σώμα. 

Και δεν πρόκειται μόνο για συμβάσεις και για παροχές εγγυήσεων για δημόσιους φορείς, όπου εκεί τέλος πάντων το δημόσιο μπορεί και χωρίς την παρεμβολή της Βουλής να τις δώσει. Αλλά μπορεί να είναι και εγγυήσεις προς ιδιωτικά συμφέροντα τη στιγμή πλέον που έχουμε ανοίξει την οικονομία και το δημόσιο συναλλάσσεται ελεύθερα και με ιδιωτικούς και μάλιστα πολλές φορές και πολυεθνικούς φορείς. 

Γιατί, λοιπόν, να μην εξασφαλίσουμε την παρέμβαση της Βουλής; Να έρθει στη Βουλή ένας τυπικός νόμος και να παράσχει αυτήν την εγγύηση του δημοσίου. 

Υπάρχει η διάταξη επίσης για τον «απόδημο» ελληνισμό, τον οποίο μετονομάζουμε σε «ελληνισμό της διασποράς» κι αυτό δεν είναι απλώς μια ωραιολογία, αλλά είναι μια πολύ ευρύτερη κάλυψη του ελληνισμού απ’ ό,τι η λέξη «απόδημος». 

Απόδημοι ποιοι είναι; Το ξέρουμε από την ιστορία. Είναι οι οικονομικοί μετανάστες που έφυγαν κατά καιρούς κατά κύματα από την Ελλάδα σε διάφορες περιόδους και σήμερα έχουν και τις οικογένειες και τους απογόνους. Είναι ενδεχομένως και οι πολιτικοί πρόσφυγες, που δεν είμαι σίγουρη αν περιλαμβάνονται στην έννοια του αποδήμου ελληνισμού. Αλλά είναι και σωρεία άλλων Ελλήνων, που έχουν διαπρέψει στο εξωτερικό, δεν έφυγαν από ανάγκη από την Ελλάδα, αλλά συνέβη στη σύγχρονη κοινωνία, την παγκοσμιοποιημένη και ιδίως την ευρωπαϊκή, να διαπρέψουν στο εξωτερικό. Όλους αυτούς πρέπει να τους καλύψουμε με τη σχετική συνταγματική διάταξη, που διακηρύσσει τη μέριμνα του ελληνικού κράτους για τον ελληνισμό εκτός Ελλάδος, και ο καλύτερος όρος για το εκφράσουμε αυτό είναι να αντικαταστήσουμε τον «απόδημο ελληνισμό» με τον «ελληνισμό της διασποράς». 

Και ακόμα μια φράση, κύριε Πρόεδρε. Υπάρχει και μια άλλη διάταξη που μπορεί να μας βρει σύμφωνους. Έχει σχέση με τα δάση, αλλά είναι προστατευτική των δασών. Είναι η διάταξη του άρθρου 117 παράγραφος 3. Εκεί δίνουμε εξουσιοδότηση, δημιουργούμε τη δυνατότητα έκδοσης εκτελεστικού νόμου για να επιβάλλονται κυρώσεις στους καταπατητές, σ’ αυτούς που ισοπεδώνουν και σ’ αυτούς που καίνε τα δάση. Δεν υπάρχει η νομική βάση σήμερα από το Σύνταγμα για να επιβληθούν οι κυρώσεις. Και έχουμε μεν κηρυγμένες αναδασωτέες τις περιοχές, αλλά κυρωτικό εκτελεστικό νόμο που θα προβλέπει αυτές τις κυρώσεις δεν έχουμε. Και εκεί, ανεξάρτητα του τι θέση παίρνουμε στο άρθρο 24, μια τέτοια διάταξη μπορούμε να την ψηφίσουμε. 

Τελειώνοντας, κύριοι συνάδελφοι, θέλω να επανέλθω σ’ αυτό από το οποίο ξεκίνησα. Η Αναθεώρηση αυτή είναι πολύτιμη και σημαντική, διότι έδειξε ότι υπάρχουν προσεγγίσεις, υπάρχουν δυνατότητες συνεννόησης, ανεξαρτήτως των πολιτικών κατευθύνσεων, και πιστεύω ότι με την ολοκλήρωση της συζήτησης σ’ αυτήν την Ολομέλεια θα έχουμε φτάσει σ’ ένα τέλος αναθεωρητικό, το οποίο θα τιμήσει το έργο μας. Ας αφήσουμε βέβαια αυτά που λέει το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ότι θα ξανάρχιζε μια καινούργια αναθεώρηση, αν αυτή απέβαινε άγονη. Αφήστε που εγώ μάλλον ασπάζομαι και την άποψη του κ. Δένδια, ότι αυτή η Αναθεώρηση είτε πετυχαίνοντας είτε μη πετυχαίνοντας δεν δίνει το δικαίωμα για μια άμεση επανέναρξη. Εν πάση περιπτώσει αυτό είναι κάτι, το οποίο διαφαίνεται ότι θα το αποκλείσουμε, κι αυτό είναι μια θετικότατη συμβολή στο δημοκρατικό πολίτευμα.

Print
846 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςΠολιτική Απορρήτου© 2024 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω