ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΙΓ'-6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2000:Πρόταση νόμου της ΝΔ αρμοδιότητας Υπ. Εσωτερικών:"Όροι και προϋποθέσεις αναγραφής του θρησκεύματος στο δελτίο ταυτότητας
Είναι βέβαιο ότι η Κυβέρνηση χωρίς συγκεκριμένο και εμφανή λόγο ή χωρίς κάποιο ούτε εξωτερικό ούτε εσωτερικό ερέθισμα, δημιούργησε πράγματι εκ του μη όντως μία τεράστια αναστάτωση στη συνείδηση των πολιτών με μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας και πολιτικές αντιδικίες μεταξύ μας που θα έπρεπε καλύτερα να επικεντρώνονται στα φλέγοντα ζητήματα της χώρας και όχι βέβαια να εξαντλούμεθα στο θέμα του τι θα περιέχει το δελτίο της ταυτότητας.
'Όμως υποχρεωθήκαμε και πιστεύω ότι, δεν θα είχαμε φθάσει σε αυτήν την κατάληξη εάν απ'αρχής είχαν επικρατήσει κάποια στοιχειώδη πολιτικά κριτήρια.
Ας δούμε, όμως, ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της κυβερνητικής στάσης σε αυτό το θέμα που προέκυψε.
Αναμφισβήτητα το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η προχειρότητα, οι αυτοσχεδιασμοί και οι εναλλασσόμενες και παντελώς αντιφατικές νομικές τοποθετήσεις η μία πίσω από την άλλη.
Πώς ξεκίνησε το θέμα; Το ξέρουμε. Ξεκίνησε από μια συνέντευξη του Υπουργού Δικαιοσύνης που περιέλαβε αυτό και πολλά άλλα μέσα σε γνωστές υπερβολές του κατά τα άλλα πολύ αγαπητού συναδέλφου και καλού επιστήμονα αστικολόγου του κ. Σταθόπουλου, υπερβολές οι οποίες κάλλιστα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προσωπικές απόψεις, όπως κάλλιστα είπε στην αρχή και ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος. Δεν έφθαναν, όμως, οι απόψεις του κ. Σταθόπουλου, αλλά έσπευσε εις επικουρίαν του και αυτοβούλως και αυτοκλήτως ο πρόεδρος της Αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων και έδωσε μια καινούρια ώθηση στο θέμα, ένα θέμα που πήγαινε και κατά τις θελήσεις της Κυβέρνησης να περιοριστεί στα όρια μιας προσωπικής γνώμης.
Από εδώ και πέρα, αρχίζει -αν είχε σταματήσει εκεί δεν θα είχαμε πρόβλημα- μία τραγελαφική εξέλιξη. Δεν μπορώ να δώσω καμία εξήγηση και δεν ξέρω τι εξήγηση θα μπορούσατε να δώσετε και εσείς οι Βουλευτές της Πλειοψηφίας, γιατί ο κ. Σημίτης μετά τη συνέντευξη Σταθόπουλου και την αυτόκλητη παρεμβολή του κ. Δαφέρμου, ενεφανίσθη στη Βουλή και ετάχθη αλληλέγγυος με αυτές τις απόψεις, στηρίζοντας και παρασύροντας πλέον μια ολόκληρη Κυβέρνηση και ένα ολόκληρο κυβερνών κόμμα πίσω από απόψεις οι οποίες στην καλύτερη περίπτωση είναι υπερβολικές και εκτός πραγματικότητας και στη χειρότερη είναι αντίθετες με το νόμο. Και είναι πράγματι.
Τα εξήγησε ο κ. Γιαννόπουλος, αλλά επειδή έχω και εγώ μία σημαντική συμβολή στη δημιουργία του νόμου των προσωπικών δεδομένων να πω δύο λόγια. Φάνηκε να είναι η σανίδα σωτηρίας της Κυβέρνησης για να επιβάλει τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ο νόμος του 1997. Και το νομικό επιχείρημα ήταν ότι είναι νεότερος νόμος και επομένως καταργεί τον προηγούμενο, ο οποίος επιβάλλει την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος. Πρώτη σανίδα σωτηρίας τα ευαίσθητα δεδομένα.
Το πόσο δουλέψαμε σ' αυτήν την Αίθουσα γι'αυτά τα ευαίσθητα δεδομένα και ειδικά για το άρθρο 7, το περιέγραψε ο κ. Γιαννόπουλος. 'Εφερε μια καλή διάταξη και παρ'όλες τις δυσκολίες που φέραμε με ονομαστικές ψηφοφορίες, συμβάλαμε και προσωπικά εγώ ως εισηγήτρια της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, με ειλικρινή διάθεση στο να διατυπωθεί μία διάταξη τουλάχιστον για τα σημερινά ελληνικά δεδομένα πρωτοποριακή.
Λέει, λοιπόν, η Κυβέρνηση ότι είναι ευαίσθητο δεδομένο και δεν πρέπει να αναγράφεται. Και καταρρίπτεται αμέσως το επιχείρημα ότι υπάρχει εξαίρεση. Εάν ο φορέας του προσωπικού δεδομένου συγκατατίθεται, τότε δεν υπάρχει απαγόρευση. Φεύγει από εκεί η προσπάθεια στήριξης και πηγαίνει σε άλλο άρθρο του νόμου περί προσωπικών δεδομένων, ότι στα αρχεία αναγράφονται τα απαραίτητα για τους σκοπούς της δημιουργίας του αρχείου δεδομένων στοιχεία. Δεν είναι απαραίτητο για την ταυτότητα του προσώπου, άρα αυτό εξαιρείται. Μία ερμηνευτική άποψη, κύριοι συνάδελφοι. Είναι δυνατόν μια ερμηνευτική άποψη, την οποία εκφέρει έστω μία ανεξάρτητη διοικητική αρχή σαν την Αρχή προσωπικών δεδομένων, να καταργήσει έναν ισχύοντα νόμο; Και μάλιστα με την ερμηνεία ότι δεν είναι απαραίτητο; Και ποιος το λέει; Η Αρχή προσωπικών δεδομένων; Γιατί δεν έρχεται να συζητήσουμε το θέμα στη Βουλή αν είναι στοιχείο προσδιοριστικό της προσωπικότητας ή όχι;
Φεύγει η Κυβέρνηση από το νόμο περί προσωπικών δεδομένων και αρχίζει να μιλάει για θρησκευτική ελευθερία και για το άρθρο 13 του Συντάγματος.
Ερώτημα: Το Σύνταγμα ισχύει από το 1975. Τώρα τίθεται θέμα θρησκευτικής ελευθερίας; Βεβαίως πρόσχημα και όχι επιχείρημα.
Και στο τέλος αφού αποδυναμώθηκαν όλα αυτά τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης βρέθηκε η μάλλον απλοϊκή, αλλά εξόχως υπεροπτική, τοποθέτηση της Κυβέρνησης που λέει ότι η ταυτότητα είναι δημόσιο έγγραφο και το περιεχόμενό του αποφασίζεται κυριαρχικά από την πολιτεία.
Μα και βέβαια από την πολιτεία αποφασίζεται κυριαρχικά. Δεν διεκδίκησε κανένας να συμπροσδιορίζει με την πολιτεία το περιεχόμενο. Η ευνομούμενη όμως και δημοκρατική πολιτεία πώς αποφασίζει αυτά τα θέματα που έχουν ευρύτερο αντίκτυπο; Με το αποφασίζομεν και διατάσσομεν ή με μία ψηλάφηση της κοινής γνώμης, με μία διερεύνηση του θέματος και με μία συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων με τους κατ' εξοχήν ενδιαφερόμενους φορείς; Και ο πρώτος και κύριος στην περίπτωση αυτή είναι η Εκκλησία.
Το τελευταίο ερώτημα, είναι το εξής: Γιατί όλα αυτά να γίνουν με ερμηνείες από το παράθυρο του νόμου του 1997, με επίκληση της θρησκευτικής συνειδήσεως, με ανύπαρκτα κείμενα ευρωπαϊκά; Γιατί δεν έρχεται το θέμα εδώ στη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης -και όχι βέβαια της Αντιπολίτευσης- με μια τροποποίηση του νόμου που επιβάλλει την υποχρεωτική αναγραφή και τότε να το συζητήσουμε και να αποφασίσουμε οι Βουλευτές κατά συνείδηση;
Εμείς βέβαια φέραμε αυτήν την πρόταση νόμου για να ευαισθητοποιήσουμε το Τμήμα χωρίς βέβαια να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε ποτέ μια τέτοια διάταξη, μια πρόταση νόμου της Αντιπολίτευσης, με τέτοιο νευραλγικό περιεχόμενο -όπως εξελίχθηκε να είναι νευραλγικό- να ψηφιστεί από τη Βουλή. Τουλάχιστον, όμως, κάναμε ένα στοιχειώδες καθήκον. Αυτό που έπρεπε να κάνει η Κυβέρνηση. Να φέρει το θέμα επίσημα στη Βουλή και να αποφασίσει η Εθνική Αντιπροσωπεία.
Όλη αυτή η παράλογη πραγματικά ιστορία αποκάλυψε και κάποια άλλα θέματα πολύ πιο ανησυχητικά και επιζήμια. Η Κυβέρνηση έδωσε πλέον την εντύπωση και νομίμως και ευπροσώπως μπορούμε να το υποστηρίζουμε ότι διαπνέεται από εξόχως αντιεκκλησιαστικά αισθήματα. Δεν σώζεται ούτε από τον κ. Γιαννόπουλο ούτε από τον κ. Δασκαλάκη ούτε από τον κ. Καστανίδη ούτε από τον κ. Σγουρίδη, που τον άκουσα πολύ προσεκτικά για τις μελετημένες θέσεις του. Η εντύπωση που δίνει η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός είναι ότι διαπνέεται από αντιεκκλησιαστικά αισθήματα. Μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει στη σημερινή Ελλάδα;
Ακόμη αποδεικνύει ότι επιθυμεί τελικά τη συρρίκνωση της Εκκλησίας σε περιθωριακούς ρόλους. Και δεν θα ήθελα ποτέ να το πιστέψω, αλλά η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι την ενδιαφέρει η διάσπαση της ενότητας Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, εξ ου και η συζήτηση για το θέμα περί χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας.
Πρόκειται για ένα νεφέλωμα, ένα νεφέλωμα άνευ ουσίας. 'Οχι μόνο διότι δεν είναι μέσα στις αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος -αυτό είναι βέβαιο- αλλά δεν έχει και περιεχόμενο ως αντικείμενο συζήτησης. Δηλαδή σε τι συνίσταται αυτός ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους και σε τι συνίσταται η άλλη όψη, η υποτιθέμενη σύμπτωση Εκκλησίας και Κράτους; Πού συμπίπτουν; Επειδή το Σύνταγμα έχει την επίκληση της Αγίας Τριάδος, για λόγους ιστορικούς και εθνικούς; Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει σύμπτωση αρμοδιοτήτων Πολιτείας και Εκκλησίας; Επειδή αναφέρεται η θρησκευτική αγωγή των παιδιών αυτό σημαίνει σύμπτωση Εκκλησίας και Πολιτείας;
Δεν υπάρχει κανένα τέτοιο πρόβλημα. Το άρθρο 3 είναι σαφές. Μιλάει για την επικρατούσα θρησκεία και το μόνο που κάνει είναι να επιβάλλει τον τρόπο διοίκησης της Εκκλησίας προκειμένου να αποφευχθούν τα αμαρτήματα που παρελθόντος με τις αριστίνδην Ιερές Συνόδους.
Από κει και πέρα τα πράγματα είναι ξεχωρισμένα. 'Ίσως πλην ενός. Του οικονομικού. Της περιουσίας και της μισθοδοσίας. Είναι, όμως, θέμα αυτό να τίθεται προς συζήτηση εξ αφορμής του θρησκεύματος στις ταυτότητες;
Καλοθελητές και κακοθελητές ένα τέτοιο θέμα το διόγκωσαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μας διχάζουν σήμερα και να δίνουμε την εικόνα ότι ασχολούμεθα με περιθωριακά θέματα, στα οποία δίνουμε διαστάσεις εθνικού προβλήματος.
Η Κυβέρνηση πρέπει να ακούσει το Τμήμα, όχι μόνο εμάς, αλλά και τους δικούς της Βουλευτές. Και θα πρέπει να κάνει τα πρώτα βήματα συνεννόησης με την Εκκλησία. Γιατί χωρίς τη συμπόρευση Εκκλησίας και Πολιτείας αυτό το έθνος, αυτό το κράτος και αυτή η πολιτεία θα δοκιμάσει μεγάλα προβλήματα.