Search
× Search

Ομιλίες - Ολομέλεια

/ Κατηγορίες: Ομιλίες - Ολομέλεια

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΛΣΤ'-10.12.2002(Ν.3090/2002):Σ.Ν. Υπ. Δικαιοσύνης"Σύσταση Σώματος Επιθεώρησης και Ελέγχου Καταστημάτων κράτησης"(Εισηγήτρια)

Συζητώντας ένα νομοσχέδιο για τη δικαιοσύνη και ακριβώς επειδή ασχολούμεθα με θέματα δικαιοσύνης δεν είναι δυνατόν να αρχίσω παρά καυτηριάζοντας έντονα και καταγγέλλοντας την πρακτική της Κυβέρνησης, να νομοθετεί με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και τροπολογίες της τελευταίας στιγμής. Ειδικά για τα ολυμπιακά έργα η πρακτική της Κυβέρνησης είναι αυτή. Το ζήσαμε στη μαραθώνια διαδρομή με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου και το ζούμε αυτήν τη στιγμή με την τροπολογία, που κατετέθη στο παρά πέντε την Παρασκευή το βράδυ για τις αναγκαίες απαλλοτριώσεις από τη διαδρομή του τραμ στην παραλία. Δεν ξέρω τι σχέση έχει με το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Διότι οι απαλλοτριώσεις ανήκουν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών και όλα τα νομοσχέδια που ήρθαν και συνεζητούντο εδώ ήταν αρμοδιότητας του υπουργείου Οικονομικών. Ίσως η μόνη σχέση που έχει με τη δικαιοσύνη, και έρχεται ενδεχομένως δικαίως, είναι ότι απαλλοτριώνει ιδιοκτησία χωρίς αντάλλαγμα, παραβιάζει κατάφωρα τα δικαιώματα εκείνων που κατοικούν στην παραλιακή λεωφόρο, απ’ όπου θα διέλθει το τραμ και με λίγα λόγια παραβιάζει όλους τους συνταγματικούς κανόνες προστασίας της ιδιοκτησίας. Αυτή είναι η μόνη σχέση που βλέπω με το συζητούμενο νομοσχέδιο. 

Κατά τα λοιπά, το νομοσχέδιο αυτό -εφόσον μας ζητείται να λάβουμε θέση επί της αρχής- πρέπει να πω ότι είναι άλλο ένα νομοσχέδιο χωρίς αρχή. Αποτελείται από συρραφή διατάξεων επί διαφόρων θεμάτων της σωφρονιστικής πολιτικής και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και επιλύει προβλήματα που οφείλονται είτε σε παλαιές αστοχίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης στα νομοθετήματα που είχε φέρει, είτε σε ρυθμίσεις τις οποίες έπρεπε να είχε κάνει προ πολλού χρόνου, αν ήθελε να είναι εντάξει και προς τη ροή της ποινικής δίκης, αλλά και αν ήθελε να αποκαταστήσει την ευρυθμία στα σωφρονιστικά καταστήματα. 

Η απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στις φυλακές της χώρας είναι γνωστή και ο χρόνος δεν επαρκεί να την εκθέσω σήμερα. Άλλωστε πολλές φορές έχουμε ασχοληθεί με το θέμα. Είναι γνωστή η έλλειψη ελέγχων στα σωφρονιστικά καταστήματα, η έλλειψη μηχανισμών επιβολής κυρώσεων και προπαντός οι σοβαρότατες πολιτικές ευθύνες της Κυβέρνησης, που άλλωστε πρόσφατα οδήγησαν και στην παραίτηση του πρώην Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όταν απέδρασε βαρυποινίτης από τις φυλακές Κορυδαλλού, ο οποίος είχε μεταχθεί στις φυλακές αυτές με υπογραφή του Γενικού Γραμματέα.

Όπως συμβαίνει συνήθως, όμως, η Κυβέρνηση έχει ένα μεγάλο ταλέντο –το οποίο το αποκαλύπτει και με αυτό το νομοσχέδιο- το ταλέντο να συγκαλύπτει τις ευθύνες της, ψηφίζοντας νόμους που δίνουν την εντύπωση προς τα έξω της αυστηρότητας και της αποτελεσματικότητας. Αν τα δούμε όμως πιο προσεκτικά, αποκαλύπτεται ότι οι ρυθμίσεις είναι και κενές περιεχομένου και επικίνδυνες. 

Δημιουργείται εδώ άλλο ένα Σώμα Επιθεωρητών. Υπάρχουν ήδη πολλά και τελευταία ζήσαμε και άλλα δύο που δημιουργήθηκαν ένα μήνα πριν, τον τελευταίο μήνα. Έχουμε το ΣΔΟΕ, έχουμε τους Ελεγκτές Δημόσιας Διοίκησης, έχουμε την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας. Ψηφίσαμε πρότινος τους Επιθεωρητές Δημόσιας Διοίκησης, τους Επιθεωρητές του Υπουργείου Εξωτερικών και τώρα ερχόμαστε να δημιουργήσουμε και ένα Σώμα Επιθεωρητών για τα Σωφρονιστικά Καταστήματα, ένα σώμα που εξαρτάται απολύτως από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Είναι υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπαγόμενη στο Γενικό Γραμματέα. Τα μέλη της επιλέγονται από τον ίδιο τον Υπουργό Δικαιοσύνης και προέρχονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και από άλλες δημόσιες υπηρεσίες.

Βέβαια, επικεφαλής τοποθετείται συνταξιούχος δικαστικός, αλλά δεν μπορούμε να ισχυριστούμε, ούτε να παραδεχθούμε ούτε να φανταστούμε ότι ένας μόνος συνταξιούχος δικαστικός, που επιλέγεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, μπορεί να εξασφαλίσει την απαραίτητη ανεξαρτησία του σώματος. 

Δεύτερο χαρακτηριστικό. Φοβούμαστε -δεν είδα τις βελτιώσεις που φέρνει ο κύριος Υπουργός, αλλά μάλλον θα είναι ανεπαρκείς- ότι το σώμα αυτό δεν θα βοηθήσει στον έλεγχο των σωφρονιστικών καταστημάτων, καθώς θα συμπλέκεται -αν δεν συγκρούεται- με τις αρμοδιότητες των υφισταμένων εισαγγελικών αρχών. Σε κάθε φυλακή υπάρχει υπεύθυνος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. Στις μεγάλες φυλακές Αθήνας-Θεσσαλονίκης υπάρχει Αντεισαγγελέας Εφετών που εδρεύει στις φυλακές. Διερωτώμεθα, ποια θα είναι η σχέση μεταξύ τους και αυτού του σώματος, το οποίο θα μπορεί να διενεργεί αιφνιδιαστικά ελέγχους σε όλες τις φυλακές και όχι μόνο να διενεργεί ελέγχους, αλλά και να διενεργεί προκαταρκτικές εξετάσεις, προανακρίσεις και τη δίωξη –λέει- των εγκλημάτων που τελούνται μέσα στους χώρους των φυλακών. Εδώ είναι σαφής η επικάλυψη με τις αρμοδιότητες της εισαγγελικής αρχής και φοβόμαστε ότι με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται παράλληλες αρμοδιότητες. Το λέει άλλωστε και το σχετικό άρθρο του νομοσχεδίου, όπου ορίζεται ότι με τις διατάξεις του παρόντος νόμου δεν θίγονται οι αρμοδιότητες των άλλων δικαστικών, ανακριτικών ή διωκτικών αρχών.

Άποψή μας είναι ότι, αντί να δημιουργούνται αλεξιπτωτιστικά σώματα επιθεώρησης στις φυλακές, καλύτερα θα είναι να ενισχυθούν οι εισαγγελείς που εποπτεύουν τις φυλακές, να εξοπλιστούν με τα απαραίτητα τεχνικά και ανθρώπινα μέσα, για να διενεργούν καλύτερα τους ελέγχους τους και να ασκούν αυτοί τα δικαιώματα και να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Εννοώ διώξεις, προκαταρκτικές εξετάσεις, προανακρίσεις κ.ο.κ. Αν θέλει βέβαια το Υπουργείο Δικαιοσύνης να διενεργεί και κάποιους ελέγχους, ώστε να έχει μια εικόνα και άμεση προσέγγιση των συμβαινόντων στις φυλακές, αυτό είναι εύκολο να γίνει. Διότι νομίζω ότι και με τη σημερινή ισχύουσα νομοθεσία κανείς δεν εμποδίζει τον Υπουργό Δικαιοσύνης να ορίσει κάποιους με ειδική εντολή να κάνουν διοικητικές ανακρίσεις και διοικητικές έρευνες σε όλες τις φυλακές, για να δουν αν εφαρμόζονται οι κανόνες κι αν επικρατεί η ευρυθμία, την οποία επιθυμεί το Υπουργείο και όλοι επιθυμούμε. 

Συνεπώς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πιστεύουμε ότι το κλειδί για να βελτιωθεί η κατάσταση ελέγχου, και όχι βέβαια οι συνθήκες που επικρατούν στις φυλακές, οι οποίες είναι γνωστό ότι είναι άθλιες και αυτές είναι η πηγή του κακού κι όχι η έλλειψη ελέγχων -αλλά πάντως για να ενισχυθούν αυτοί οι έλεγχοι και να επιβάλονται κυρώσεις πρέπει να ενισχυθεί ο εισαγγελέας ως εποπτεύουσα αρχή. Το είπε άλλωστε τόσο καθαρά ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο κ. Κρουσταλλάκης, προχθές στην Ένωση Εισαγγελέων μιλώντας και περιγράφοντας με μελανά χρώματα το καθεστώς διαφθοράς που επικρατεί σε όλο τον ελληνικό δημόσιο βίο, ώστε να είναι ηλίου φαεινότερον ότι άλλη διέξοδο δεν έχουμε παρά να στηρίξουμε τις εισαγγελικές και τις δικαστικές αρχές και να τις αφήσουμε απερίσπαστες στο έργο τους.

Κατόπιν αυτών είναι σαφές, κύριοι συνάδελφοι, ότι δεν μπορούμε να ψηφίσουμε το νομοσχέδιο επί της αρχής μια και από ό,τι φαίνεται το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου αυτού είναι το Σώμα Επιθεωρητών, το οποίο και μόνον περιλαμβάνεται στον τίτλο του νομοσχεδίου. Θα μου επιτρέψετε όμως να κάνω και μερικές παρατηρήσεις στις άλλες διατάξεις, τις οποίες συνολικά θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ότι κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, αυτές τις διατάξεις κυρίως οι οποίες αφορούν τη ροή της ποινικής δίκης. Βέβαια αφήνω κατά μέρος εκείνες τις διατάξεις που είναι στην ουσία διόρθωση ημαρτημένων. Γιατί υπάρχουν και τέτοια κενά που διορθώνονται και καλώς διορθώνονται, απλώς δείχνουν ότι όταν συντάσσονταν οι σχετικοί νόμοι δεν κατεβλήθη η πρέπουσα προσοχή. 

Από τις διατάξεις αυτές που αφορούν τη ροή της ποινικής δίκης ξεχωρίζω δύο οι οποίες είναι και πολύ σημαντικές: Εκείνη την οποία αναφέρεται στην παρουσία των ηλεκτρονικών μέσων στην ποινική δίκη και στην τηλεοπτική αναμετάδοση των δικών και αυτή που αναφέρεται στις συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων. Κύριοι συνάδελφοι, και για τα δύο θα μπορούσα να αναφέρω επιγραμματικά μία σοφή ρήση του ελληνικού λαού: «στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα». Διότι αυτές οι διατάξεις δεν είναι καινούριες. Ψηφίστηκαν από αυτήν τη Βουλή -βέβαια με μεγάλη αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης- από την κυβέρνησή μας το 1993. Είχα την τιμή τότε να είμαι Υπουργός Δικαιοσύνης και να εισηγούμαι το ν. 2145. Ψηφίστηκαν και θα μπορούσαν να ισχύουν μέχρι σήμερα. 

Αντί άλλου, κύριοι συνάδελφοι, επιτρέψτε μου, αφού διαβάσετε τη διάταξη όπως προτείνεται τώρα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, δηλαδή την πλήρη απαγόρευση της τηλεοπτικής κάλυψης και κατ’ εξαίρεση την κάλυψη με απόφαση του δικαστηρίου, με συναίνεση όλων των παραγόντων και εφόσον συντρέχει δημόσιο συμφέρον, την ίδια να σας την διαβάσω από το ν. 2145. 

Το άρθρο 28 έλεγε: «Απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και η βιντεοσκόπηση δίκης ενώπιον ποινικού, διοικητικού ή ειδικού δικαστηρίου, εκτός εάν επιτραπεί με απόφαση του δικαστηρίου και εφόσον συμφωνούν ο εισαγγελεύς και οι διάδικοι». Τα ίδια ορίζονται κι εδώ και μάλιστα προστίθεται μια σωστή κι ακόμα αυστηρότερη προϋπόθεση, ότι δηλαδή πρέπει να συντρέχει και ουσιώδες δημόσιο συμφέρον, το οποίο πρέπει να το διαπιστώνει το δικαστήριο στην απόφασή του. 

Να, μην πω, λοιπόν, κύριοι συνάδελφοι, «στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα»; Και να σας θυμίσω ότι αυτή η σοφή διάταξη, που θα μπορούσε να ισχύει στη χώρα μας από το 1993, καταργήθηκε μετά μανίας τέσσερις-πέντε μήνες αφότου ψηφίστηκε, δηλαδή μόλις το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανέλαβε την εξουσία, στις 12 Δεκεμβρίου του 1993. 

Τώρα γίνεται μεγάλη συζήτηση για δήθεν παραβίαση της αρχής της δημοσιότητας η προσωπικότητας ή της ανάγκης πληροφόρησης του λαού και τόσα άλλα. Κυρία και κύριοι συνάδελφοι, εδώ συγκρούονται έννομα αγαθά του προσώπου κι ατομικά δικαιώματα, που προστατεύονται από το Σύνταγμα. Πρέπει να γίνει, λοιπόν, μια στάθμιση. Δεν είναι δυνατόν όλα να ικανοποιούνται. Είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε μια στάθμιση και να πούμε ποιο είναι πρώτο, ποιο είναι δεύτερο, ποιο είναι τρίτο. 

Είναι σαφές ότι στις μεγάλες ποινικές δίκες και ιδίως σ’ εκείνη που ακολουθεί -τη μεγάλη δίκη της τρομοκρατίας- η πρώτη και κύρια αρχή που κατά προτεραιότητα πρέπει να διαφυλαχθεί είναι η αρχή της δίκαιης δίκης. Δεν είναι, δηλαδή, δυνατόν να διεξάγονται τέτοιες ευαίσθητες και σημαντικές δίκες κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του «μεγάλου αδελφού», δηλαδή της κρυμμένης ή της φανερής τηλεόρασης, και να μπορεί μ’ αυτόν τον τρόπο να διαταράσσεται η νηφαλιότητα, η ηρεμία και η αντικειμενικότητα, που πρέπει να υπάρχει στη διεξαγωγή της δίκης. Άρα, κατά προτεραιότητα η δίκαιη δίκη. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δίκαιη δίκη εξασφαλίζεται με την απουσία και όχι με τη συνεχή παρουσία της τηλεόρασης. 

Δεύτερη αρχή που εξυπηρετείται μ’ αυτήν τη ρύθμιση είναι ο σεβασμός της προσωπικότητας. Έχουν προσωπικότητα οι δικαστές, έχουν προσωπικότητα οι εισαγγελείς, έχουν προσωπικότητα οι κατηγορούμενοι, οι πολιτικώς ενάγοντες, οι μάρτυρες, οι πάντες. Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν η προσωπικότητά τους να τίθεται υπό τη δοκιμασία του ελέγχου της τηλεόρασης. 

Ως τρίτη αρχή –κατά τη δική μου εκτίμηση- έρχεται η αρχή της δημοσιότητος, και η αρχή της δημοσιότητος είναι δημοσιότητα προσέλευσης στη δίκη και όχι δημοσιότητα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης της δίκης. Αυτή εξυπηρετείται με το ότι όλοι μπορούν να παρακολουθήσουν τη δίκη. Εξυπηρετείται από το πλήθος των δημοσιογράφων, που με όλα τα μέσα μπορούν να παρακολουθούν τη δίκη. Και εξυπηρετείται κάλλιστα από το γραπτό Τύπο. 

Συνεπώς όλοι οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί για την παραβίαση της αρχής της δημοσιότητας είναι μάλλον εκ του πονηρού. Κι εάν λάβουμε υπόψη μας τη δύναμη των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στη χώρα μας, την εξάρτηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης από τα συμφέροντα, θα έπρεπε όλοι μαζί, κύριοι συνάδελφοι, να επικροτήσουμε μια ρύθμιση, η οποία –όπως σας είπα- εάν ίσχυε από το 1993, θα μας είχε απαλλάξει από πάρα πολλές δοκιμασίες. 

Κατά τα λοιπά, είπα ότι το νομοσχέδιο διορθώνει ημαρτημένα και κατά τούτο καλώς εισάγεται καίτοι τα ημαρτημένα θα μπορούσαν κι αυτά να λείπουν, να μην είχαν σημειωθεί, όταν αυτοί οι νόμοι ψηφιζόντουσαν. 

Συνεπώς, απορρίπτουμε το νομοσχέδιο επί της αρχής κι επιφυλασσόμαστε να κάνουμε εποικοδομητικές προτάσεις επί των άρθρων και να τεκμηριώσουμε τη στάση μας και τις απόψεις μας επί αυτών των ευαισθήτων θεμάτων της ποινικής δίκης.[…] 

 

 

Μιας και, όπως φαίνεται, θα είμαι η τελευταία που θα μιλήσω, πρέπει να δώσω σύντομες απαντήσεις σε μερικές παρατηρήσεις που έγιναν μέχρι στιγμής. 

Αρχίζω με το θέμα της επιθεώρησης των φυλακών και με το σχόλιο του αγαπητού συναδέλφου κ. Γείτονα. Είπε ότι εμείς αρνούμεθα συνολικά και ότι πρέπει να τα βρούμε με τον εαυτό μας, γιατί, ή θέλουμε να καλυτερεύσουμε τα πράγματα στις φυλακές, ή κάνουμε αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση. Περίπου αυτό ελέχθη. 

Δεν αρνούμεθα χωρίς λόγο, κύριε Πρόεδρε. Και τον έλεγχο θέλουμε στις φυλακές και μέτρα να ληφθούν, για να πάνε όλα καλά, αλλά αρνούμεθα αυτήν τη στιγμή να ψηφίσουμε αυτό το σχέδιο που έρχεται, διότι δεν πιστεύουμε ότι είναι αποτελεσματικό. Και δανείζομαι μία σοφή φράση του κ. Ακριβάκη που είπε κάτι σωστό. Ότι δηλαδή οι έλεγχοι, τους οποίους θέλουμε να επιβάλουμε κάπου και συγκεκριμένα στις φυλακές, πρέπει να είναι συνάρτηση των συνθηκών που επικρατούν στο χώρο, τον οποίο πρέπει να ελέγξουμε. 

Πιστεύουμε, λοιπόν, εμείς ότι οι συνθήκες που επικρατούν στις φυλακές και η έλλειψη ελέγχων κυρίως, δεν αντιμετωπίζονται με ένα σώμα εξωτικών ελεγκτών, που δίκην αλεξιπτωτιστών θα εμφανίζονται σε κάθε φυλακή, δεκατρείς άνθρωποι για όλες τις φυλακές της Ελλάδος, διότι είναι αδύνατον αυτοί οι άνθρωποι να αποκτήσουν μια άμεση εποπτεία του τι συμβαίνει σε κάθε συγκεκριμένη φυλακή. Και γι΄ αυτό υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε ότι καλύτερα είναι να ενισχυθούν οι ελεγκτικές αρμοδιότητες των εισαγγελέων, που είναι υπεύθυνοι για τις φυλακές, ώστε αυτοί να μπορούν ανά πάσα στιγμή να επιβάλουν το νόμο και τη δικαστική πυγμή. 

Στις μεγάλες φυλακές είναι μέσα εγκατεστημένος ο εισαγγελέας. Είναι αντεισαγγελέας εφετών επικουρούμενος από εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Στις μικρότερες δεν είναι εγκατεστημένος, αλλά είναι ο εισαγγελέας της περιοχής. Εκεί όμως που είναι εγκατεστημένος, δεν μπορεί να έχει στη διάθεσή του έναν αριθμό ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων; Αυτοί τους οποίους επιλέγει ο Υπουργός για το σώμα γίνονται ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι. Εάν ο κάθε εισαγγελεύς έχει γύρω του ένα τέτοιο σώμα, μπορεί πολύ καλύτερα να ασκεί τους ελέγχους και την εποπτεία της κάθε φυλακής. 

Είναι θετικό βέβαια ότι απήλειψε ο Υπουργός τη φράση ότι ασκούν και δίωξη αυτά τα όργανα και έτσι φεύγει αυτή η εντύπωση, η οποία είχε δημιουργηθεί, ότι οι εισαγγελείς μεταξύ τους θα μπερδευτούν. Ποιος θα ασκεί τη δίωξη; Ο κανονικός εισαγγελέας που ασκεί τη δίωξη όλων των εγκλημάτων, ο εισαγγελέας που είναι μέσα ή ο εισαγγελέας που εποπτεύει αυτό το σώμα; 

Από εκεί και πέρα, η αντίρρησή μας είναι επίσης στη συγκρότηση αυτού του σώματος. Ένας συνταξιούχος δικαστικός και δώδεκα δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν είναι ένα σώμα που εμπνέει και πάρα πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη, διότι εδώ απλώς περιγράφονται κάποια καλά προσόντα για τους υπαλλήλους και από εκεί και πέρα όλα αυτά επαφίενται στην εκτίμηση του κάθε Υπουργού ή της Δικαιοσύνης, αν είναι δικοί του υπάλληλοι, και το χειρότερο είναι ότι επαφίενται και στην εκτίμηση του άλλου Υπουργού, αν είναι υπάλληλοι άλλου Υπουργείου. Εδώ λείπει ένας σωστός μηχανισμός επιλογής. 

Διερωτάται μάλιστα: Εφόσον υπάρχει μια κεντρική επιτροπή, μάλλον το Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο Φυλακών, μήπως θα μπορούσε τουλάχιστον, όταν γίνεται μια προκήρυξη μεταξύ υπαλλήλων για να επιλεγούν αυτά τα πρόσωπα, να υπάρχει και η γνώμη αυτού του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου, ώστε να εκτιμηθούν κάποια προσόντα; 

Σε άλλα μέρη ο Υπουργός εισηγείται ένα συμβούλιο, για να τον συμβουλεύει σε κρίσιμες αποφάσεις, όπως είναι οι απελάσεις. Γιατί, λοιπόν, να μην υπάρχει και εδώ κάποιο συμβουλευτικό όργανο, ώστε τουλάχιστον να υπάρχουν κάποιες εγγυήσεις για τα πρόσωπα που θα μπουν σ’ αυτό το συμβούλιο. Αυτά ως προς το Σώμα Επιθεωρητών των σωφρονιστικών καταστημάτων. 

Τώρα ως προς τα άλλα θέματα, στα οποία εμείς συμφωνούμε και ιδίως στο θέμα της τηλεόρασης και της κινηματογράφησης των δικών, εγώ θα ήθελα να παρατηρήσω το εξής. 

Όταν είπε ο κ. Βρεττός ότι θα έπρεπε η ρύθμιση να γίνει έξι μήνες, εννοούσε να μη συμπίπτει με τις μεγάλες δίκες και είναι ύποπτος ο χρόνος, όπως είπε ο κ. Πολύδωρας. Εγώ θα έλεγα ότι η Κυβέρνηση θα έπρεπε να το έχει κάνει όχι πριν από έξι μήνες, αλλά πολύ νωρίτερα. Απορώ γιατί δεν το έκανε ο κ. Γιαννόπουλος, όταν ήταν Υπουργός Δικαιοσύνης, μια και αυτός πήρε μαζικά πίσω όλες αυτές τις τροποποιήσεις που είχε κάνει ο κ. Κουβελάκης. «Δεν έβαλε χέρι» κατά το κοινώς λεγόμενο και σ’ αυτήν τη διάταξη. Είναι όμως μάλλον εύλογο γιατί δεν το έκανε. Αν είχε ανακληθεί νωρίτερα το ισχύον καθεστώς, θα είχαμε διαφυλαχθεί και προστατευθεί από αυτές τις απερίγραπτες τηλεοπτικές σκηνές που έχουμε παρακολουθήσει στα δελτία ειδήσεων, να βλέπουμε αλληλοδιαπληκτιζομένους συγγενείς του κατηγορουμένου και του πολιτικώς ενάγοντος, να μαλλιοτραβιούνται μέσα στα δικαστήρια, ένα απεγνωσμένο δικαστήριο και έναν εισαγγελέα να προσπαθούν να επιβάλει την τάξη. Η εικόνα που θα αποκομίζει ο κοινός πολίτης του τι εστί δίκη θα είναι στο τέλος αντί για μια μυσταγωγία, ένα πεδίο αλληλοσυμπλεκομένων ανθρώπων με ανήμπορους δικαστές και εισαγγελείς.[…] 

 

 

Ενισχύετε ακόμα περισσότερο αυτά που λέω, κύριε Πρόεδρε. Να τα συνδέσω και να θεωρήσω ότι τόσο καιρό δεν ήρθε η διάταξη λόγω της AGB; Τι να πω; Είναι όμως κάτι που όλοι μας μπορούμε να το υποθέσουμε. Καλύτερα θα ήταν να είχε έρθει νωρίτερα η διάταξη. Αλλά και τώρα –για να πω και μια ακόμη παροιμία- «κάλλιο αργά παρά ποτέ». 

Δύο παρατηρήσεις θα κάνω μόνο ως προς τη διάταξη. Την απάντηση στον κ. Γείτονα υποθέτω ότι θα τη δώσει ο Υπουργός και δεν χρειάζεται να προτρέξω εγώ στις τελευταίες παρατηρήσεις. Είπε ο κ. Πολύδωρας ότι για αρχειακούς λόγους θα μπορούσε να επιτραπεί η τηλεοπτική κάλυψη της δίκης. Εδώ θέλω να προσθέσω και εγώ μια σκέψη. Μήπως πρέπει να βελτιωθεί η διάταξη με μία λεξούλα μόνο και μόνο γι’ αυτήν την περίπτωση; Μήπως δηλαδή θα ήταν καλό να μπορεί να αποφασίζει το δικαστήριο και την κινηματογράφηση και βιντεοσκόπηση για αρχειακούς και επιστημονικούς λόγους, για να μπει σε αρχείο η δίκη αυτή, αν είναι μεγάλη και ιστορική, όπως ήταν αυτή του Ειδικού Δικαστηρίου, της δικτατορίας ή ενδεχομένως, όπως μπορεί να είναι τώρα η δίκη της τρομοκρατίας; Έτσι, όπως είναι η διάταξη, φαίνεται αυτό να απαγορεύεται παντελώς, αλλά πιστεύω ότι ενδεχομένως θα μπορούσε το δικαστήριο εκτιμώντας ότι υπάρχει δημόσιο συμφέρον για την αρχειοθέτηση αυτής της δίκης να το επιτρέψει.[…] 

 

 

Νομίζω ότι οι διάδικοι μπορεί να συναινέσουν για την αρχειοθέτηση της δίκης. Εκείνο που ενοχλεί συνήθως τους διαδίκους είναι η διαπόμπευσή τους από την τηλεόραση και όχι το να μπει στο αρχείο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Γι’ αυτό θα έλεγα μήπως στη δεύτερη φράση «κατ’ εξαίρεση το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει υπό προϋποθέσεις τις ενέργειες αυτές», δηλαδή να καθορίζει το δικαστήριο τις προϋποθέσεις ή να βρούμε κάποια άλλη έκφραση που να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές.

Print
707 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςΠολιτική Απορρήτου© 2024 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω