ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΜΓ'-7 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1999(Ν.2774/1999):Σχέδιο νόμου Υπ. Δικαιοσύνης"Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" (Εισηγήτρια)
Το παρόν νομοσχέδιο έρχεται να συμπληρώσει το οπλοστάσιο που διαθέτει η ελληνική έννομη τάξη, το οπλοστάσιο για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των προσωπικών δεδομένων από τους κινδύνους που συνεπάγεται η ιλιγγιώδης εξάπλωση της τεχνολογίας.
Πριν από αρκετό καιρό ψηφίσαμε σε αυτήν την Αίθουσα το νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων γενικά, ένα νομοσχέδιο του οποίου επισπεύσαμε την ψήφιση λόγω της προσχώρησης της χώρας μας στη Συνθήκη Σένγκεν. 'Ήταν μία αγαθή επίπτωση της εφαρμογής της Συνθήκης Σένγκεν το γεγονός ότι υποχρεωθήκαμε τελικά να θεσμοθετήσουμε κάποιους κανόνες προστασίας του καθενός μας από τους κινδύνους της τεχνολογίας.
'Ήδη βλέπω ότι η Συνθήκη Σένγκεν θα εφαρμοσθεί πλήρως στην Ελλάδα από την 1η Ιανουαρίου, πράγμα που σημαίνει ότι με δεδομένο το πλέγμα των διατάξεων που προστατεύουν τα προσωπικά δεδομένα στη χώρα μας, θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε και στις υποχρεώσεις απέναντι στα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη, που μετέχουν στη Συνθήκη Σένγκεν, αλλά και να προστατευθούμε από τις πιθανότητες που υπάρχουν αυτή η συνεργασία να οδηγήσει σε καταχρήσεις και σε κακή εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων.
Μία ειδική εμφάνιση του προβλήματος, δηλαδή μία ειδική πόρτα που ανοίγει και δημιουργεί κινδύνους για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, κινδύνους για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων, είναι αυτή που συνδέεται με τη λειτουργία των τηλεπικοινωνιών.Γι' αυτό και η Ευρωπαϊκή 'Ένωση, πέραν των εργασιών που έγιναν για να συνταχθεί η οδηγία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, που απετέλεσε τη βάση του νόμου για τον οποίο σας μίλησα προηγουμενως, του ν. 2472/1997, πέρα απ'αυτήν την οδηγία, ασχολήθηκε ειδικότερα και διατύπωσε πλέον μία καινούρια οδηγία απολύτως εξειδικευμένη για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ειδικά από τη χρήση των τηλεπικοινωνιών.
Και πράγματι, αν διαβάσει κανείς και μόνο αυτό το νομοσχέδιο, βλέπει ποια ασύλληπτη έκταση και ποικιλία δυνατοτήτων προσφέρει η ψηφιακή χρήση των τηλεπικοινωνικών, μια ασύλληπτη ποικιλία και δυνατότητα καταγραφής προσωπικών δεδομένων και επεξεργασίας τους με απροσδιόριστες συνέπειες. Δεν ξέρει κανείς και δεν μπορεί να φανταστεί πόσα και ποια συμπεράσματα μπορούν να βγουν από την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που αφορούν τις τηλεπικοινωνιακές χρήσεις και ποια κακή εκμετάλλευση μπορεί να γίνει για πάρα πολλούς λόγους. Ο συνηθέστερος είναι η διαφήμιση και η εμπορική εκμετάλλευση, αλλά πέραν αυτής, που είναι η πλέον εμφανής και για την οποία λαμβάνεται ειδική πρόνοια σε αυτό το νόμο, μπορούν να γίνουν ποικίλες χρήσεις που προσβάλλουν το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα του ατόμου, να ρυθμίζει εκείνο πώς θα χρησιμοποιούνται πληροφορίες που αφορούν το άτομό του.
Γι' αυτό, λοιπόν, συντάχθηκε ειδική οδηγία και υποχρεώθηκαν τα κράτη μέλη, να μεταφέρουν ως συνήθως αυτή την οδηγία στην εσωτερική τους νομοθεσία, και τους κανόνες που καθιερώνονται με αυτήν την οδηγία όχι μόνο να τους θεσμοθετήσουν ως εσωτερικό δίκαιο, αλλά να τους εμπλουτίσουν με δύο βασικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική εφαρμογή κάθε νόμου που προβλέπει απαγορεύσεις.
Το ένα στοιχείο είναι να ελέγχεται η τήρηση αυτών των προϋποθέσεων και αυτών των απαγορεύσεων, οπότε γεννάται το θέμα πώς ελέγχεται και από ποιον ελέγχεται η τήρηση αυτών των υποχρεώσεων. Και το δεύτερο και σημαντικότερο στοιχείο είναι με ποιες κυρώσεις, διοικητικές, ποινικές και αστικές εξοπλίζεται ο νόμος, ώστε να γίνουν αποτελεσματικές οι επιταγές του. Δηλαδή, τελικά, εκείνο που όφειλε να κάνει η ελληνική πολιτεία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης που εισηγείται αυτό το νομοσχέδιο, είναι να μεταφέρει σχεδόν αυτούσιες τις απαγορεύσεις, δηλαδή τους κανόνες δικαίου που θέτει η οδηγία στο ελληνικό δίκαιο και να προχωρήσει παραπέρα στη θεσμοθέτηση των αρχών που ελέγχουν την τήρηση αυτών των νόμων και να προσθέσει και τις σχετικές κυρώσεις.
Με την έννοια που σας είπα προηγουμένως ότι με το νομοσχέδιο αυτό μεταφέρονται στο εσωτερικό δίκαιο οι κανόνες της σχετικής οδηγίας της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης για την προστασία των προσωπικών δεδομένων από τη χρήση των τηλεπικοινωνιών, είναι ένας νόμος που πρέπει να ψηφισθεί στη Βουλή και καλώς έρχεται και γίνεται εσωτερικό δίκαιο. Η προθεσμία είχε λήξει εδώ και ένα χρόνο. Εγώ παραπονέθηκα στην επιτροπή ότι αργήσαμε να την ψηφίσουμε, αλλά το Υπουργείο με πληροφόρησε ότι και άλλα κράτη βρίσκονται σε αυτήν τη διαδικασία. Μάλλον είμαστε από τους πρώτους ή στη μέση της κλίμακας των κρατών που σιγά σιγά μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό τους δίκαιο.
Στη Διαρκή Επιτροπή είχα διατυπώσει ορισμένες επιφυλάξεις και δεν είχα ξεκαθαρίσει τη θέση της παράταξής μας επί της αρχής του νομοσχεδίου, όχι γιατί αμφιβάλλουμε για το αν πρέπει η οδηγία αυτή να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο -όπως είπα προηγουμένως είναι κάτι που πρέπει να γίνει, και με την έννοια αυτή είμαστε θετικοί- αλλά κυρίως γιατί θεωρήσαμε ανεπαρκείς τις ρυθμίσεις σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής του νόμου και με τις αντίστοιχες κυρώσεις.
Το λέω αυτό διότι το βασικό έργο που είχε να κάνει το Υπουργείο ήταν αυτό, ο έλεγχος και οι κυρώσεις, γιατί τα υπόλοιπα είναι μια αντιγραφή σχεδόν των κανόνων της ευρωπαϊκής οδηγίας.
Ο Υπουργός σημείωσε αυτήν τη γενική παρατήρηση και επιφύλαξή μας και δήλωσε ότι κατά τη συζήτηση στη Βουλή θα προσπαθήσει να ανταποκριθεί σ'αυτά τα αιτήματα. Σε ένα κείμενο που κυκλοφόρησε μόλις προ ολίγων λεπτών -δεν έχω βεβαίως τη δυνατότητα να το μελετήσω- βλέπω ότι έχει γίνει μια προσπάθεια να συμπληρωθούν οι ελλείψεις, τις οποίες υπέδειξα κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου. Βλέπω ότι ήδη προστίθεται νέο άρθρο, το οποίο εξειδικεύει τις αρμοδιότητες της Αρχής Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που είναι η ίδια που εποπτεύει την εφαρμογή του ν. 2472/97 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Δηλαδή, το νομοσχέδιο αναθέτει την αρμοδιότητα ελέγχου της τήρησης και αυτών των διατάξεων στην ίδια αρχή, που προεδρεύεται από τον επίτιμο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου κ. Δαφέρμο, και επιπλέον δίδονται κάποιες αρμοδιότητες σ'αυτήν την αρχή, που ομοιάζουν με τις αρμοδιότητες που έχει επί τη βάσει του άλλου νόμου.
Εκτός από αυτό υπάρχει πλήρης αναδιατύπωση των ποινικών κυρώσεων, διότι, όπως είχα παρατηρήσει στην επιτροπή, η διάταξη που υπήρχε μέσα στο νόμο και επιγραφόταν "Ποινικές κυρώσεις", ήταν διατυπωμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κανείς να μην γνωρίζει, είτε είναι εποπτεύουσα αρχή, είτε είναι παραβάτης, είτε είναι δικαστής, τι τιμωρείται με τι.
Βλέπω ότι ήδη γίνεται μια προσπάθεια να διατυπωθεί σωστά μια ποινική διάταξη, η οποία προβλέπει και την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, δηλαδή λέει ποιες είναι οι παραβιάσεις του νόμου που θέλουμε να τιμωρήσουμε με ποινική κύρωση, και ποια είναι η ποινή που επιβάλλεται.
Επίσης, ομιλεί για τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τις διοικητικές κυρώσεις, οι οποίες επιβάλλονται επί τη βάσει αυτού του νόμου.
Επί των βελτιώσεων αυτών δεν μπορώ να πάρω αυτή τη στιγμή εξειδικευμένη θέση. Στη συζήτηση των άρθρων θα δούμε αν είναι ικανοποιητικές ή αν χρειάζονται κάποια συμπλήρωση. Οφείλω, όμως, να παρατηρήσω ότι είναι μια σημαντική βελτίωση του νομοσχεδίου σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που κάναμε και κατόπιν αυτού, ψηφίζουμε το νομοσχέδιο επί της αρχής, βάσει των αιτιολογιών που εξέφρασα προηγουμένως και του γεγονότος ότι γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, πιο αποτελεσματικό το νομοθέτημα αυτό και από άποψη ελεγχούσης αρχής και από άποψη κυρώσεων.
Επιφυλάσσομαι βέβαια, για τη θέση μας επί των άρθρων και για τις παρατηρήσεις μας, όσον αφορά την αστική ευθύνη και τις ποινικές κυρώσεις.
Θα ήθελα να επισημάνω μερικά ερωτήματα, που δεν ξέρω κατά πόσον ο κύριος Υπουργός μπορεί να τα απαντήσει, γιατί αυτό το νομοσχέδιο είναι αρμοδιότητας όχι μόνο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που έχει τη βασική ευθύνη να διατυπώσει κανόνες και κυρώσεις, αλλά και του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, διότι πολλές από τις υποχρεώσεις που εδώ θεσμοθετούνται, εξαρτώνται -σύμφωνα με την οδηγία- και από τις τεχνικές δυνατότητες της χώρας να ανταποκριθεί σ'αυτές τις υποχρεώσεις.
Παραδείγματος χάριν, τα άρθρα 6 και 7 είναι πολύ σημαντικά, διότι δίνουν στον χρήστη τηλεπικοινωνιακού μέσου τη δυνατότητα να απαιτήσει ορισμένα πράγματα από τον τηλεπικοινωνιακό φορέα, όσον αφορά την ένδειξη της ταυτότητάς του και τους περιορισμούς αναγνώρισης της καλούσας και συνδεδεμένης γραμμής, καθώς δίδει και ορισμένα δικαιώματα να εμποδίζει τις αυτόματα προωθούμενες κλήσεις.
Αυτά βέβαια είναι αυτονόητα στην ψηφιακή τηλεφωνία, διότι αυτή είναι που δημιουργεί τις δυνατότητες αυτόματης καταγραφής και των κλήσεων και της ώρας και της διάρκειας και της καλούσας γραμμής και της καλουμένης γραμμής και να κάνει αυτόματη προώθηση κλήσεων. Αλλά διαβάζω στο άρθρο 3 παράγραφος 2 ότι αυτά μπορούν να εφαρμοστούν και στην αναλογική τηλεφωνία, αν βέβαια δεν συνεπάγονται δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση. Και αναλαμβάνει η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών, η γνωστή και υπάρχουσα στο σύστημά μας, να γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή 'Ένωση τις περιπτώσεις που είναι τεχνικώς αδύνατο ή υπάρχει δυσανάλογη επιβάρυνση για την τήρηση αυτών των προϋποθέσεων. Θα θέλαμε να ξέρουμε κατά πόσο αυτό είναι δυνατόν στα πλαίσια του δικού μας τηλεπικοινωνιακού συστήματος.
Επίσης η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών παίζει και άλλο ρόλο σε αυτό το νομοθέτημα όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 σχετικά με τη χρέωση ή την κίνηση του λογαριασμού. Καλείται να επιλύσει διαφορές που δημιουργούνται μεταξύ του χρήστη και του τηλεπικοινωνιακού φορέα σε ό,τι αφορά τη διάρκεια μέσα στην οποία δικαιούται ο τηλεπικοινωνιακός φορέας να κρατήσει τα δεδομένα των κλήσεων, προκειμένου να κάνει τους λογαριασμούς και τις χρεώσεις και από κει και πέρα, αν αμφισβητηθεί ο λογαριασμός ή επιδιωχθεί η πληρωμή του, μπορεί αυτό να γίνει μέσα σε αυτήν την περίοδο, αλλά μετά απ'αυτήν την περίοδο είναι υποχρεωμένος ο τηλεπικοινωνιακός οργανισμός να διαγράψει αυτά τα στοιχεία.
Εδώ γεννώνται ορισμένα θέματα και για το πώς καθορίζεται αυτός ο χρόνος και για το ποιος θα είναι ο ρόλος αυτής της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών στις διαφορές που δημιουργούνται μεταξύ χρήστη και τηλεπικοινωνιακού δικτύου.
Επίσης διευκρινίσεις θα χρειαζόμασταν και στο άρθρο 10, για την ασφάλεια την οποία οφείλει να αναλαμβάνει εκείνος, ο οποίος παρέχει τις τηλεπικοινωνίες. Λέει "να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, προκειμένου να προστατεύεται η ασφάλεια των υπηρεσιών του, και εφόσον χρειάζεται....από κοινού με τον φορέα παροχής". Ακόμη λέει "αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τον υπάρχοντα κίνδυνο". Αυτά, κύριοι συνάδελφοι, καθώς αντιλαμβάνεσθε, είναι πολύ ωραία, όπως τα διαβάζουμε και είναι και όπως τα λέει και η οδηγία και καλώς κάνουμε και τα μεταφέρουμε έτσι. Αλλά εδώ χρειαζόμαστε και ως Βουλή κάποιες εξηγήσεις. Λυπούμαι γιατί ο κύριος Υπουργός αρνήθηκε στην Διαρκή Επιτροπή την πρόσκληση ορισμένων φορέων που ζητούσαμε να έρθουν για να μας ενημερώσουν όπως και της αρχής δεδομένων του ν. 2472, αλλά και κυρίως της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών. Γιατί αυτό που θέλουμε να μάθουμε, είναι το πρακτικό μέρος αυτού του νόμου, που έχει μεγάλη σημασία για την προστασία μας. Δηλαδή, ψηφίζουμε αυτούς τους κανόνους, τους βάζουμε και σοβαρές ποινικές κυρώσεις, έχουμε και μία αρχή που επιβλέπει την τήρησή τους.
Αν υποθέσουμε ότι όλα αυτά λειτουργούν καλά -δεν είναι βέβαιο ότι μπορούν να λειτουργούν και αποτελεσματικά- το ερώτημα είναι: Υπάρχουν τα τεχνικά δεδομένα για να εφαρμοστούν αυτές οι υποχρεώσεις; Μπορούν ο ΟΤΕ ή οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας ή θέλουν ακόμη -γιατί τίθεται και θέμα για τις ιδιωτικές εταιρείες- να παράσχουν αυτές τις εγγυήσεις προστασίας των προσωπικών δεδομένων;
Αυτά είναι πολύ σημαντικά ερωτήματα και ενδιαφέρουν τη Βουλή και εμάς που καλούμεθα να ψηφίσουμε το νόμο. 'Έχουν μείνει όμως αναπάντητα.
Βεβαίως η μεταφορά αυτών των κανόνων έστω κατ' αντιγραφή της οδηγίας -κατά τρόπο που δεν μας δίνει τη βεβαιότητα ότι έχουν πρακτικό αντίκτυπο στο εσωτερικό μας δίκιο και η ανάθεση της τήρησης αυτών των απαγορεύσεων στην Αρχή Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα και οι νέες διατυπώσεις για τις κυρώσεις, δείχνουν ότι έχει καταβληθεί μια προσπάθεια να γίνει σχετικά αποτελεσματικό το νομοσχέδιο. Με την έννοια αυτή ψηφίζουμε την αρχή του νομοσχεδίου, αλλά επιφυλασσόμεθα να κάνουμε τις παρατηρήσεις μας στα άρθρα στα οποία ευελπιστούμε ότι ο κύριος Υπουργός θα δεχθεί βελτιώσεις οι οποίες ούτε πολιτικό χαρακτήρα έχουν, αλλά απλώς ανταποκρίνονται στο διακαή πόθο όλων μας να φτιάξουμε έναν αποτελεσματικό νόμο για την προστασία της ιδιωτικής ζωής από την επιδρομή των τεχνολογικών ευχερειών στον τηλεπικοινωνιακό τομέα.[…]
Θα ήθελα κι εγώ να πω ότι το αίτημά μας, να καλέσουμε τις αρμόδιες αρχές, που αναφέρονται σε αυτόν το νόμο, να μας ενημερώσουν στην επιτροπή, είχε απλά το σκοπό να μας δώσει μία εικόνα των δυνατοτήτων που έχει η χώρα μας στην πραγματικότητα, να συμμορφωθεί με αυτές τις επιταγές.
Βέβαια αναγνωρίζω ότι ο κύριος Υπουργός είχε κάποια δυσκολία να το δεχθεί αυτό στην επιτροπή, αλλά πιστεύω ότι αυτό δεν πρέπει να μας στερεί την αίσθηση της πραγματικότητας, δηλαδή ότι ψηφίζουμε ένα νόμο περίπου στα τυφλά. Ξέρουμε δηλαδή τι επιβάλλει ο νόμος, πώς ελέγχεται η εφαρμογή του και ποιες κυρώσεις ενδεχομένως επιβάλλονται -αυτά θα τα δούμε εν λεπτομερεία αύριο- αλλά δεν ξέρουμε ποιες είναι οι πραγματικές δυνατότητες να εφαρμοστούν αυτά τα πράγματα, αν εκείνοι στους οποίους ανατίθεται η εφαρμογή αυτού του νόμου και είναι οι τηλεπικοινωνιακοί φορείς, δημόσιοι και ιδιωτικοί, έχουν τη δυνατότητα να τα εφαρμόσουν, έχουν τη θέληση να τα εφαρμόσουν και αν πρέπει να λάβουμε και πρόσθετα μέτρα για την εποπτεία τους, τη στιγμή που παρεμβάλλονται και ιδιωτικοί φορείς τώρα και δεν ξέρουμε πού φτάνει αυτή η ιστορία.
Θα ήθελα να κάνω δύο-τρεις παρατηρήσεις, που αναφέρονται στα άρθρα, μόνο και μόνο για να διευκολύνω την αυριανή συζήτηση. Δηλαδή το Υπουργείο να δει αυτά τα ερωτήματα και αύριο, όπως ζήτησε και ο κύριος Υπουργός, να κάνουμε βελτιώσεις.
'Ένα πρώτο γενικό ερώτημα, που έχω, είναι ότι εδώ επιβάλλονται υποχρεώσεις στους τηλεπικοινωνιακούς φορείς. Το κάθε άρθρο λέει οφείλει να παρέχουν διαθέσιμες στο κοινό τηλεπικοινωνίες, να κάνει τούτο, να κάνει το άλλο και αν δεν το κάνει αυτό ο τηλεπικοινωνιακός φορέας, ελέγχεται, φαντάζομαι, από την αρχή Δαφέρμου, ας την πω έτσι, για να συνεννοούμεθα.
Μέχρι πότε δηλαδή οφείλει να συμμορφωθεί; Αύριο; Μεθαύριο; Σε ένα μήνα; Σε δύο μήνες; Το κάνει ήδη; Και πότε θα είναι ώριμη η απραξία, ας πούμε, του τηλεπικοινωνιακού φορέα ώστε, απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι, να υποστεί διοικητικές κυρώσεις και ενδεχομένως ποινικές; Οι ποινικές όμως δεν βλέπω και τόσο πολύ να είναι αποτελεσματικές γι' αυτό. Παραδείγματος χάρη ρωτώ: Η παράγραφος 6 του άρθρου 4 λέει "Ο τηλεπικοινωνιακός φορέας οφείλει να καθιστά δυνατή την ανώνυμη και ψευδώνυμη χρήση και πληρωμή των υπηρεσιών αυτών". Μέχρι πότε πρέπει να το έχει κάνει αυτό το πράγμα, δηλαδή να δίνει τη δυνατότητα αυτή; Οφείλει ο χρήστης να έχει τη δυνατότητα με απλά μέσα και χωρίς επιβάρυνση να εμποδίζει τη λειτουργία ανάκλησης σε περίπτωση της ταυτότητας.
Στο άρθρο 6 "οφείλει" πάλι να μπορεί ο συνδρομητής με απλά μέσα και χωρίς επιβάρυνση να μην επιτρέπει την ένδειξη της ταυτότητας της καλούσας γραμμής. Να έχει τη δυνατότητα να απαλείφει με απλά μέσα και χωρίς επιβάρυνση την ένδειξη ταυτότητας, να διαθέτει μέσα εξουδετέρωσης κλπ. Να μη τα διαβάζω, κύριε Πρόεδρε. 'Όλα τα άρθρα λένε τι οφείλει να μπορεί να κάνει ο συνδρομητής ή τι οφείλει να παράσχει το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο.
Μέχρι πότε πρέπει να γίνει αυτή η συμμόρφωση; Μήπως πρέπει εδώ, αν δεν υπάρχει η δυνατότητα, να μπουν κάποιοι τέτοιοι όροι; 'Η να εκδοθεί μια εσωτερική ή μια κανονιστική πράξη που να λέει μέχρι πότε οι οργανισμοί αυτοί πρέπει να παρέχουν αυτές τις δυνατότητες ή να μπει μέσα στο νόμο. 'Ώστε αν παρέλθει αυτό το χρονικό όριο να επέμβει η αρχή προστασίας των δεδομένων και να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις ή να επιβάλει και ποινικές κυρώσεις αν χωράνε ποινικές κυρώσεις.
Ακόμα στο ίδιο πνεύμα έχω το εξής ερώτημα στο άρθρο 5. Μήπως πρέπει σε σχέση με το άρθρο 5 να προστεθεί και μια άλλη ποινική κύρωση, εκτός απ' αυτή, που μπαίνει στο άρθρο 13 παράγραφος 1. Λέει το άρθρο 5 ότι ο τηλεπικοινωνιακός φορέας μπορεί να κρατάει όλα τα στοιχεία των κλήσεων, ένα ορισμένο χρόνο, αναγκαίο, για να κάνει τις χρεώσεις και να επιδώσει το λογαριασμό. Και λέει στο τέλος της παραγράφου 2 ότι η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνο έως στο τέλος της περιόδου εντός της οποίας μπορεί να αμφισβητηθεί νομίμως ο λογαριασμός ή να επιδιωχθεί η πληρωμή του. Και ρωτώ, ποια είναι αυτή η περίοδος; Με κάποια κανονιστική διοικητική πράξη ή εσωτερική πράξη που θα πρέπει να δώσουμε εξουσιοδότηση θα πρέπει να προσδιορίζεται εκάστοτε ποιος είναι ο χρόνος που πρέπει να μείνουν αυτά τα στοιχεία για να γίνουν οι λογαριασμοί και να αποδειχθούν. Και αν παρέλθει αυτός ο χρόνος που ο φορέας κρατά όλα τα στοιχεία της κλήσης, για να κάνει αυτούς τους λογαριασμούς, και ο φορέας αυτός κρατάει τα στοιχεία και δεν τα διαγράφει, όπως λέει ο νόμος, μήπως πρέπει και εδώ να μπει μια κύρωση που να λέει ότι τιμωρείται με κάποια ποινή εκείνος που διατηρεί στοιχεία πέραν του χρονικού ορίου που είναι απαραίτητο για την διεξαγωγή αυτών των λογαριασμών κλπ;
Επίσης στο άρθρο 10 ομιλεί για τα ενδεδειγμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που οφείλει να λάβει ο φορέας παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Μέχρι πότε θα έχει αυτήν την υποχρέωση; Μπορεί να επιβληθεί κύρωση χωρίς να υπάρχει μια πρόβλεψη χρόνου μέσα στην οποία θα πρέπει ο φορέας να παράσχει αυτά τα μέτρα ασφαλείας;
Αυτές είναι οι ερωτήσεις, κύριε Πρόεδρε, και νομίζω ότι μπορεί να τις δει το Υπουργείο και αύριο να τα δούμε από πιο κοντά αυτά τα θέματα.