Search
× Search

Ομιλίες - Ολομέλεια

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΜΣΤ'-3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2000(Ν.2863/2000):Σχ. νόμου Υπ.Τύπου"Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και άλλες αρχές παροχής ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών"

Μου προκάλεσε κατάπληξη η έκπληξη που εξέφρασε ο κύριος Υπουργός για το γεγονός ότι εμείς καταψηφίζουμε το νομοσχέδιο, τη στιγμή που περιέχει - υποτίθεται- ρυθμίσεις με τις οποίες είμαστε σύμφωνοι, όπως η αποκλειστική αρμοδιότητα, ο μη έλεγχος νομιμότητας του Υπουργού κλπ.

Κύριε Υπουργέ, πρέπει να ξέρετε ότι ακόμα και αν υιοθετούσατε όλα αυτά μέσα στο νομοσχέδιο, ακόμα και την κοινοβουλευτική επιτροπή για την επιλογή του ΕΣΡ όπως την υποστηρίζουμε, θα είχαμε πολύ μεγάλη δυσκολία να εμπιστευθούμε το νομοσχέδιό σας και να δώσουμε πίστη στις πολιτικές προθέσεις σας, διότι υπάρχει μία προϊστορία, η οποία πραγματικά δημιουργεί εντονότατες αμφισβητήσεις. Δεν θα έλεγα ότι λείπει ο πρότερος έντιμος βίος σε καμία περίπτωση, αλλά λείπει το εχέγγυο της πολιτικής συνέπειας ως προς τον απόλυτο σεβασμό της ανεξαρτησίας του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου. 

Μου έκανε εντύπωση ότι ξανά εδώ επικαλεσθήκατε τον τρόπο με τον οποίο μεταχειριστήκατε τα προηγούμενα ραδιοτηλεοπτικά συμβούλια και τους προέδρους που πέρασαν. Επικαλεσθήκατε το νομικό επιχείρημα ότι ήταν αναδρομική η επιβολή κυρώσεων και στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας δεν μπορούσατε να εφαρμόσετε αυτές τις κυρώσεις. Εκτός του ότι αυτό είναι ένα θέμα που αμφισβητείται, εγώ παραδέχομαι ότι ήταν μέσα στο πλαίσιο του ελέγχου σας να μη δεχθείτε ένα μέρος αναδρομικής εφαρμογής. Αλλά πώς αντιδράσατε; 

Έχω στα χέρια μου το έγγραφο -και θα το καταθέσω στη Βουλή με την παράκληση να περιληφθεί στα Πρακτικά- με το οποίο εξηγεί ο καθηγητής Μανιτάκης, ο αντιπρόεδρος του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου, τους λόγους που ώθησαν στην παραίτηση ολόκληρου του Συμβουλίου. 

Πείτε μου αν, ακούγοντας αυτές τις κρίσεις που περιλαμβάνονται εδώ, θα μπορούσατε να εμπιστευθείτε κι εσείς και όλοι οι Βουλευτές τις προθέσεις της Κυβέρνησης ως προς τον τρόπο χειρισμού αυτού του θέματος. 

Έκρινε ο Υπουργός ότι αναδρομικά δεν μπορούσε να εφαρμόσει κυρώσεις. Τι έπρεπε να κάνει; Εδώ, είναι γνωστό σε όλους μας τι έπρεπε να κάνει στο πλαίσιο νομιμότητας. Το λένε και οι ίδιοι οι καθηγητές της Νομικής. 'Έπρεπε να επιστρέψει την πράξη στο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο και να πει, διαφωνώ, κύριοι, γι' αυτόν το λόγο και επομένως τροποποιείστε την απόφασή σας, αποσύρετε την απόφασή σας, εγώ δεν μπορώ να την εκδώσω.

Αντ' αυτού τι έκανε; Κράτησε οκτώ μήνες στο συρτάρι του και ήλεγχε τη νομιμότητα της πράξης. Και αντί τουλάχιστον μετά από αυτόν τον ενδελεχή έλεγχο να υπογράψει, την τροποποιεί και την εκδίδει, την εκτελεί κατά το σκέλος που έκρινε εκείνος ότι συνέφερε την περίπτωση, χωρίς να ενημερώσει το Ε.Σ.Ρ. και με τρόπο άκρως υποτιμητικό στις δηλώσεις του. 

Δεν αξίζει να τα λέω εγώ αυτά. Ακούστε τι λέει ο καθηγητής Μανιτάκης στην επιστολή του: "Το κρίσιμο για μας θεσμικό ερώτημα είναι γιατί ο Υπουργός δεν μας γνωστοποίησε εγγράφως και επισήμως τις αντιρρήσεις του ή τις επιφυλάξεις του πριν από την έκδοση της πράξεως όπως όφειλε από το νόμο; Γιατί κράτησε επί επτά ολόκληρους μήνες στο συρτάρι του τις αποφάσεις αποσιωπώντας τα προβλήματα νομιμότητας, που κατά την άποψή του είχαν, τα οποία πληροφορηθήκαμε πριν λίγες μόλις ημέρες αρχικά από τους δημοσιογράφους στην εβδομαδιαία συνάντησή μας; Γιατί προτίμησε να ανακοινώσει πρώτα στον Τύπο τις αποφάσεις που πήρε και να μας εγκαλέσει ή μάλλον να μας μεμφθεί δημόσια με ειρωνικά υπονοούμενα για παράνομες τάχα αποφάσεις την ίδια στιγμή που εμείς επισήμως δεν είχαμε λάβει κανένα σχετικό έγγραφο, ώστε να γνωρίζουμε τους λόγους της δημόσιας μομφής; 

Συντριπτική είναι η κατάληξη της επιστολής που λέει τα εξής: "Τα ανέφερα όλα αυτά τα νομικά για την ιστορία του θεσμού. Δείχνουν πόσο ναρκοθετημένη είναι η πορεία της θεσμικής ανεξαρτησίας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και πόσο βραχυκυκλωμένη είναι η πορεία και οι αποφάσεις του από τη θέληση και τις αποφάσεις του εκάστοτε Υπουργού και έμμεσα από τις αντιστάσεις των πληττόμενων τηλεοπτικών σταθμών. 

Με τις δημόσιες δηλώσεις του ο Υπουργός έδειξε ότι όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για το κύρος του Συμβουλίου, αλλά και ότι δεν υπολήπτεται καν τα μέλη που το απαρτίζουν. Η όλη στάση του από την εποχή άλλωστε που ήταν πρόεδρος ο κ. Κασιμάτης δείχνει ότι αντιλαμβάνεται το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ως μια κοινή δημόσια υπηρεσία που υπόκειται στον ιεραρχικό έλεγχο του Υπουργού".

Πώς να δεχθούμε ότι μεταβλήθηκε άρδην ο κύριος Υπουργός; Πώς να δεχθούμε ότι άλλαξαν οι προθέσεις όταν έχουμε και την επιβεβαίωση; Τη στιγμή που γίνεται η αναθεώρηση του Συντάγματος όπου αναδιοργανώνεται πλήρως το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο και το εν γένει καθεστώς, των Μ.Μ.Ε., έρχεται ένα νομοσχέδιο να περισώσει όσο μπορεί την επέμβαση της Κυβέρνησης στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. 

Οι λόγοι αυτοί είναι αρκετοί, και δεν χρειάζονται και άλλοι για να πείσουν ότι το νομοθέτημα αυτό ή πρέπει να αποσυρθεί ή να καταψηφισθεί από τη Βουλή. 

 

(Στο σημείο αυτό η Δ' Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. 'Αννα Μπενάκη-Ψαρούδα καταθέτει για τα Πρακτικά την προαναφερθείσα επιστολή, η οποία έχει ως εξής: 

 

"Θεσσαλονίκη 27 Οκτωβρίου 1999 

 

Αριθ. Πρωτ. 1834 

Αγαπητέ Πρόεδρε 

Αγαπητέ μου Παύλο, 

Αφορμή για την επιστολή μου αυτή στάθηκαν δημοσιεύματα στον τύπο που προέρχονταν από το Υπουργείο και κυρίως δηλώσεις του Υπουργού κυρίου Δ. Ρέππα ο οποίος επιβεβαιώνοντας τα προηγούμενα δημοσιεύματα, ανακοίνωσε δημόσια ότι ασκώντας έλεγχο νομιμότητας διαπίστωσε ότι αποφάσεις που λάβαμε ήταν παράνομες και αναγκάστηκε να τις ακυρώσει ή να τις τροποοιήσει, [δεν κατάλαβα τι ακριβώς δήλωσε στους δημοσιογράφους]. 

Βασικός λόγος ωστόσο της επιστολής δεν είναι τα δημοσιεύματα, αλλά οι σχέσεις του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ως Ανεξάρτητης Δημόσιας Αρχής, με το Υπουργείο Τύπου μετά τις προσβλητικές για το κύρος και την ανεξαρτησία του Συμβουλίου, τις θεσμικά απρεπείς δηλώσεις του καθώς και κατά τη γνώμη μου, μη σύννομες αποφάσεις και ενέργειες του Υπουργού. 

Ως προς τη νομιμότητα επιβολής της ηθικής κύρωσης από το ΕΣΡ. 

Αρχίζω με τα νομικά ζητήματα, που δημιουργήθηκαν από τον τρόπο που ασκήθηκε ο έλεγχος νομιμότητας από τον Υπουργό, μια και αυτά αποτέλεσαν την τελευταία αιτία της αντίθεσης. Θα είμαι, αγαπητέ μου Παύλο, αναλυτικός, και θα επαναλάβω γνωστά σε όλους μας θέματα, όχι μόνο διότι χρειάζεται να έχουν τα μέλη του Συμβουλίου μια σαφή εικόνα του νομικού και θεσμικού ζητήματος που ανέκυψε, αλλά και διότι πρόκειται για ζητήματα μείζονος σημασίας, που αφορούν τόσο τη νομιμότητα των ενεργειών μας όσο και της θεσμική, μας ανεξαρτησία και δημόσια αποστολή μας. Βασική συνιστώσα της τελευταίας δεν μπορεί παρά να είναι η διαρκής φροντίδα μας για την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας με σκοπό την προστασία του κοινού από εκπομπές κακής ποιότητας, που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου και υποβαθμίζουν τον τηλεοπτικό μας πολιτισμό, σαν αυτές που επιβάλαμε κυρώσεις και περιλαμβάνονται στις κοινώς λεγόμενες "ρεάλιτι σόου". 

Είναι κατ' αρχήν ανακριβές και παραπλανητικό το λεχθέν ότι επιβάλαμε διοικητική κύρωση για παραβατική συμπεριφορά, που δεν προβλεπόταν από το νόμο ή τους κώδικες δεοντολογίας, όταν διαπράχθηκε, καθώς και ότι επιβάλαμε κύρωση που δεν προβλεπόταν από την νομοθεσία όταν έγινε η παράβαση. Ο νόμος 2644/1998 δεν έθιξε, ως γνωστόν, τους (ουσιαστικούς) κανόνες της προϊσχύουσας νομοθεσίας και δεοντολογίας με βάση τους οποίους το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ασκεί την κυρωτική του αρδότητα επιβάλλοντας, όταν διαπιστώσει παράβασή τους. Στο σημείο αυτό το άρθρο 16 του ν. 2644/1998 επανέλαβε, αυτολεξεί, την ουσιαστική ρύθμιση του άρθρου 4 παρ. 1 του 2328/1995. Δεν έθιξε άρα το πεδίο την έκταση της κυρωτικής αρμοδιότητάς, που έμεινε ως είχε στo νόμο 2328/11995. Δεν επιβάλαμε άρα κύρωση, όπως δημιουργήθηκε η εντύπωση και γράφηκε στον τύπο, εφαρμόζοντας αναδρομικά τάχα, νέο κυρωτικό κανόνα. 

Η αλλαγή που επέφερε ο νόμος 2644/1998 εντοπίζεται πρωτίστως τη διαδικασία επιβολής των κυρώσεων και δευτερευόντως στο είδος τους. Ως προς αυτήν καταργήθηκε επί τέλους ως γνωστόν, η περίφημη "σύμφωνη γνώμη" και η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του ΕΣΡ, μετατράπηκε σε αποφασιστική. Την απόφαση της κύρωσης την λαμβάνει το ΕΣΡ, πλέον, μόνο του, χωρίς την "σύμπραξη" του Υπουργού, o οποίος περιορίζεται στην έκδοση της πράξης επιβολής, αφού ασκήσει έλεγχο νομιμότητας. Η αλλαγή όμως αυτή αφορά τη διοικητική διαδικασία λήψης της απόφασης και εφαρμόζεται από την ισχύ του νόμου σε όλες τις αποφάσεις μας, ανεξάρτητα από το χρόνο που γεννήθηκαν οι υποθέσεις που τις αφορoύν. Δεν τίθεται δηλαδή εδώ θέμα μη αναδρομικής εφαρμογής τoυ νόμου ούτε πιστεύω να έθιξε τέτοιo ζήτημα ο Υπουργός. 

Το τμήμα των αποφάσεών μας πoυ προκάλεσε την παρέμβαση του Υπουργού, αφορά την καλoύμενη κύρωση "ηθικού περιεχομένου" και την προσωρινή αναστολή μετάδοσης συγκεκριμένης εκπομπής. Η πρώτη ονομάζεται "ηθικού περιεχομένου", διότι σε αντιδιαστολή με τις χρηματικές κυρώσεις ή άλλες διοικητικές κυρώσεις, όπως η ανάκληση αδείας ή η προσωρινή αναστολή λειτουργίας του σταθμού ή εκπομπής προγράμματος, οι οποίες θίγουν ευθέως και άμεσα υλικά συμφέροντα του διοικουμένου, το μέτρο αυτό δεν αποτελεί στην κυριολεξία κύρωση και μάλιστα διοικητική, αλλά απλώς δημόσια γνωστοποίηση από τον παραβάτη σταθμό της απόφασης επιβολής κυρώσεων. Το ότι δεν αποτελεί στην κυριολεξία "κύρωση και μάλιστα αυτοτελή, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι δεν μπορεί να επιβληθεί μόνη της, προϋποθέτει λογικά όχι μόνο την διαπίστωση παράβασης κανόνα αλλά και παραβίαση που να επισύρει κύρωση, της οποίας και αποτελεί το αναγκαίο παρακολούθημα, αφού εξηγεί το περιεχόμενό της. Στερείται επομένως κυρωτικής αυτοτέλειας αφού πρόκειται συνήθως, όπως ρητά λέει ο νόμος: "για μετάδοση ανακοίνωσης σχετικά με τις λοιπές επιβαλλόμενες κυρώσεις". 

Η ηθική κύρωση που επιβάλαμε συνιστούσε άρα μέτρο παρεπόμενο παιδευτικού χαρακτήρα, που συνόδευε χρηματική κύρωση μερικών εκατομμυρίων και είχε ως αποκλειστικό περιεχόμενό της την ολιγόλεπτη -ελάχιστα λεπτά όσα έκρινε ο σταθμός- μετάδοση από το σταθμό του σκεπτικού της κυρωτικής απόφαση μας με ελεύθερη επιλογή αποσπασμάτων από τον σταθμό. Θεωρήσαμε ότι το μέτρο αυτό αποτελούσε μια αυτονόητη υποχρέωση του σταθμού, την οποία έχει απέναντι κυρίως στους τηλεθεατές του και θα έπρεπε να τηρεί αυθόρμητα μετά από κάθε κύρωση ακόμη και αν δεν το προέβλεπε ρητά ο νόμος ώστε να γνωρίζουν όλοι το λόγο για τον οποίο τιμωρήθηκε. Γι' αυτό και κρίναμε ότι η δημόσια ανακοίνωση της ηθικής απαξίας μιας εκπομπής δεν συνιστούσε, επιβαρυντικό, λόγω του παιδευτικού και παρεπόμενου χαρακτήρα της, για το σταθμό μέτρο. Είναι σίγουρο ότι χρησιμοποίησή της καθιστούσε την αντιμετώπιση του σταθμού επιεικέστερη σε σχέση με την προϊσχύουσα νομοθεσία, διότι δικαιολογούσε ηπιότερη συνολική μεταχείριση με μετριασμό της χρηματικής ποινής, ακόμη και ελάφρυνση ή και εγκατάλειψη κάθε άλλου δυσμενούς για τον διοικούμενο μέτρου. 'Ετσι, αν ακολουθούσαμε το νομολογιακό προηγούμενο, που δημιουργήσαμε με την κύρωση των 100.000. 000, που επιβάλαμε στον τηλεοπτικό σταθμό του "Αντέννα", θα έπρεπε η χρηματική ποινή για όμoιo ή ανάλογο παράπτωμα να είναι ακόμη μεγαλύτερη και οι περιουσιακές συνέπειες δυσμενέστερες. 'Αλλωστε η ηθικού περιεχομένου αυτή ανακοίνωση δεν έθιγε, ούτε κατ' ελάχιστον, την περιουσία ή την oικονομική ύπαρξη και λειτουργία του σταθμού και δεν προσέλαβε την ελευθερία του, αφού είχε στην ουσία τον χαρακτήρα μετάδοση κοινωνικού μηνύματος.

Ως προς την κύρωση της προσωρινής αναστολής μετάδοσης μιας εκπομπής, την ποινή αυτή την είχαμε ουσιαστικά χρησιμοποιήσει στην πρώτη απόφαση, που εκδώσαμε σε βάρος του σταθμού "Αντέννα". Και τότε ο Υπουργός ασκώντας έλεγχο νομιμότητας δεν επεσήμανε τίποτε παράνομο στο σκέλος αυτό της απόφασης ενώ ρητά δήλωνε ότι επέβαλε τη κύρωση της προσωρινής διακοπής λειτουργίας του σταθμού, στην πραγματικότητα επέβαλε προσωρινή διακοπή μετάδοσης εκπομπής. Θεωρήσαμε, λοιπόν, ότι εφ' όσον η προϊσχύουσα νομοθεσία προέβλεπε ήδη την βαρειά ποινή της προσωρινής αναστολής λειτουργίας του σταθμού, περιελάμβανε χωρίς αμφιβολία και την ηπιότερη προσωρινή αναστολή μετάδοσης εκπομπής, την οποία είχαμε ήδη χρησιμοποιήσει ή εφαρμόσει προγενέστερα. Η επιβολή της και στην κρινόμενη περίπτωση δεν συνιστούσε άρα αναδρομική κύρωση ούτε δυσμενέστερη ή πιο επιβαρυντική ή αυστηρότερη σε σχέση με παρελθόν μεταχείριση του σταθμού. 

Γι αυτούς τους λόγους δεν διστάσαμε ασκώντας την αμετάβλητη από το νέο νόμο κυρωτική μας αρμοδιότητα να συνδυάσουμε μαζί με τις κυρώσεις και τη χρήση των παιδευτικών αυτών μέτρων ώστε το αποτέλεσμα των αποφάσεών μας να είναι πιο αποτελεσματικό και πιο ουσιαστικό. Φροντίσαμε ωστόσο να το αναφέρουμε ρητά στο σκεπτικό της απόφασης, που ακύρωσε ο Υπουργός και να αιτιολογήσουμε την χρησιμοποίηση τους, σημειώνοντας ότι όχι μόνο δεν επιβάρυναν τη θέση του διοικούμενου, αλλά καθιστούσαν τη μεταχείρισή του επιεικέστερη, σε σχέση με τα προϊσχύοντα. 

Δυστυχώς ο Υπουργός όχι μόνο αντιπαρήλθε την επισήμανση μας αυτή αλλά χωρίς να αισθανθεί την ανάγκη να ζητήσει διευκρινίσεις, την κατήγγειλε δημόσια ως παράνομη. 

Είναι παντελώς αναληθές επομένως ότι επιβάλαμε κυρώσεις για παράβαση, που δεν προβλεπόταν από την νομοθεσία όταν συντελέστηκε, καθώς και ότι η κυρωτική μας απόφαση ήταν αυστηρότερη σε σχέση με αυτό που ίσχυε πριν από κατά την τέλεση του παραπτώματος. 

Και να σκεφθεί κανείς ότι το μέτρο της ηθικής κύρωσης το πρώτο- άκουσα από τον ίδιο τον Υπουργό, την ημέρα που τον επισκέφθηκα με αφορμή την ανάληψη των καθηκόντων μου. Είχε θεωρήσει το μέτρο σημαντικό και πιο αποτελεσματικό από τις χρηματικές κυρώσεις και μου ανακοίνωσε ότι σκεφτόταν να το συμπεριλάβει στην πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου. Ασπάστηκα αμέσως την προοδευτική τοποθέτηση του Υπουργού και περίμενα την ημέρα που θα γινόταν νόμος και θα το εφαρμόζαμε. Περίμενα μάλιστα να μας συγχαρεί. Η ιστορία το έφερε, ο ίδιος Υπουργός να ακυρώσει την πρώτη διοικητική εφαρμογή του, κρίνοντας την εσπευσμένα και αποδίδοντας μας δημόσια την μομφή της παράνομης εφαρμογής(!). Με τον τρόπο αυτό το Υπουργείο δεν αποδοκιμάζει μόνο την απόφασή μας, υπονομεύει εν τη γενέσει του το νόημα και την αποτελεσματικότητα ενός χρήσιμου μέτρου. 

Ως προς τον τρόπο δημοσιοποίησης από τον Υπουργό της απόφασής του. 

Το κρίσιμο όμως ζήτημα δεν είναι, αγαπητέ μου Πρόεδρε, αν η συγκεκριμένη εφαρμογή του μέτρου της ηθικής κύρωσης ήταν αναδρομική ή όχι. Το κρίσιμο για μας θεσμικό ερώτημα είναι γιατί ο Υπουργός δεν μας γνωστοποίησε εγγράφως και επισήμως τις αντιρρήσεις του ή τις επιφυλάξεις του, πριν από την έκδοση της πράξης ως όφειλε από τον νόμο. 

Γιατί κράτησε επτά ολόκληρους μήνες στο συρτάρι του τις αποφάσεις αποσιωπώντας τα προβλήματα νομιμότητας που κατά την άποψή του είχαν, τα οποία πληροφορηθήκαμε, πριν λίγες μόλις μέρες, αρχικά από τους δημοσιογράφους, την εβδομαδιαία συνάντησή μας, και λίγο αργότερα από τον ίδιο τον Υπουργό, ο οποίος έθιξε απλώς το ζήτημα, όπως είπες, σε μια συνάντηση που είχατε: 

Γιατί προτίμησε να ανακοινώσει πρώτα στον τύπο τις αποφάσεις, που πήρε και να μας εγκαλέσει ή μάλλον να μας μεμφθεί δημόσια με ειρωνικά υπονοούμενα για παράνομες τάχα αποφάσεις, την ίδια στιγμή, που εμείς επισήμως δεν είχαμε λάβει κανένα σχετικό έγγραφο ώστε να γνωρίζουμε τους λόγους της δημόσιας μομφής. Γιατί τόση κρυψίνοια, τέτοια υπεροπτική στάση και τόση υποτιμητική μεταχείριση από Υπουργό απέναντι σε μια ανεξάρτητη δημόσια αρχή, που αποτελεί και αυτή μέρος της Πολιτείας και αγωνίζεται, όπως και ο Υπουργός, για την εφαρμογή του νόμου και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος; 

Γιατί, ενώ είχε τη δυνατότητα -και πιστεύω ακράδαντα την υποχρέωσηνα μας γνωστοποιήσει εγγράφως τις αντιρρήσεις του, και να μας ζητήσει -όπως πάλι είχε δικαίωμα- να τροποποιήσουμε το περιεχόμενο της παράνομης κατά την κρίση του απόφασης, προχώρησε παράτυπα στην τροποποίησή της χωρίς να μας ρωτήσει ή να μας ενημερώσει; Γιατί δεν ζήτησε αναλυτικά την άποψή μας και δεν άκουσε τα επιχειρήματά μας; Γιατί δέχθηκε με τόση ευκολία τις εισηγήσεις των συμβούλων του και δεν άκουσε καν την εισήγηση του οργάνου που είναι θεσμοθετημένο από την Πολιτεία να γνωμοδοτεί για τον ίδιο και να λαμβάνει αποφάσεις τηρώντας όλες τις διατυπώσεις μιας δικαιοκρατικής διαδικασίας (δημοσιότητα, προηγούμενη ακρόαση, αιτιολογία των αποφάσεων κλπ.). 

Γιατί έσπευσε να συνταχθεί με τις ενστάσεις και τους ισχυρισμούς των εγκαλουμένων τηλεοπτικών σταθμών καταγγέλλοντας δημόσια το εντεταλμένο από την Πολιτεία όργανο εποπτείας της ραδιοτηλεοπτικής επικοινωνίας για παρανομία τραυματίζοντας θανάσιμα το κύρος και την αξιοπιστία των πράξεών του; Με τι κύρος θα μπορεί στο εξής το ΕΣΡ να ασκεί το εποπτικό του έργου, όταν οι σταθμοί γνωρίζουν ότι όλες οι κυρωτικές αποφάσεις που έχουμε λάβει "ακυρώνονται ή τροποποιούνται ή δεν εκδίδονται από τον Υπουργό". Με ποια αποτελεσματικότητα θα επιβλέπουμε την τήρηση των κανόνων του διαφημιστικού χρόνου και της έμμεσης διαφήμισης, που προκλητικά αψηφούν οι σταθμοί, όταν οι αποφάσεις μας συστηματικά δεν εγκρίνονται από τον Υπουργό; Διότι κύριε Πρόεδρε καμία από τις αποφάσεις - πρόστιμα, που έχουμε λάβει μέχρι τώρα δεν φαίνεται να αξιολογείται νόμιμη από τον Υπουργό, αν κρίνουμε από τα δημοσιεύματα του τύπου. 

Πώς ήταν τόσο σίγουρος για την ορθότητα της απόφασής του πάνω σε ένα τόσο αμφιλεγόμενο και αμφισβητούμενο νομικό ζήτημα και γιατί δεν άφησε τα δικαστήρια να κρίνουν τη νομιμότητα της πράξης μας, αφού προηγουμένως είχε προειδοποιήσει για την παρανομία ώστε να είναι και ο ίδιος κατοχυρωμένος; Οι θιγόμενοι είχαν άλλωστε τη δυνατότητα να προσφύγουν στα διοικητικά δικαστήρια, και για το θέμα μας στο ΣτΕ, και να ζητήσουν μάλιστα και την προσωρινή αναστολή εκτέλεσης της πράξης. Κανείς κύριε Πρόεδρε δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την ορθότητα των απόψεών του πάνω σε ζητήματα ερμηνείας του νόμου. Και οι καθηγητές Πανεπιστημίου κάνουν λάθη, το ξέρουμε. Ποιος έχει όμως υπέρ αυτού το τεκμήριο της ορθότητας; το όργανο που αποφασίζει συλλογικά με όλες τις διαδικαστικές και δημοκρατικές προϋποθέσεις ορθής κρίσεως ή το όργανο που αποφασίζει μόνο του χωρίς να τηρεί καμία διαδικαστική προϋπόθεση διάσκεψης, δημοσιότητας και αιτιολογίας; Και ποιος άλλος είναι αρμοδιότερος να κρίνει σε μια τέτοια περίπτωση από τα δικαστήρια νομιμότητας; 

Ως προς τον προληπτικό χαρακτήρα του ελέγχου νομιμότητας από τον Υπουργό και τις συνέπειές του.

Αλλά η πιο κρίσιμη για μένα απορία είναι, γιατί ο Υπουργός δεν φρόντισε να προφυλάξει την Αρχή, την οποία κατά νόμο εποπτεύει, από τη διάπραξη της παρανομίας, γιατί την εξέθεσε δημόσια και δεν της επέστρεψε πίσω την πράξη υποδεικνύοντας εσφαλμένη ερμηνεία και καλώντας την να την εγκαταλείψει; Γιατί δηλαδή δεν ενήργησε, ασκώντας έλεγχο νομιμότητας ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ, όπως έχει από το νόμο υποχρέωση; Διότι αγαπητέ μου Παύλο, όπως πολύ καλά ξέρεις -και όπως ο τελευταίος δευτεροετής φοιτητής γνωρίζει, διότι αν δεν το γνωρίζει κόβεται στις εξετάσεις- ο έλεγχος νομιμότητας των διοικητικών πράξεων που ασκείται, από την ίδια την Διοίκηση, από εποπτεύουσες αρχές, όπως στην προκειμένη περίπτωση συμβαίνει με τον Υπουργό, καλείται προληπτικός ή αυτοέλεγχος και κατά τούτο διαφέρει από τον κατασταλτικό έλεγχο, που αυτός ασκείται μετά την έκδοση της πράξης, και όχι πριν, όπως ρητά άλλωστε ορίζει το σχετικό άρθρο του ν. 2644/1998. Ο διοικητικός έλεγχος νομιμότητας ασκείται, λοιπόν, πριν από την έκδοση της πράξης και έχει ως σκοπό να προφυλάξει τα όργανά της από την έκδοση παράνομων πράξεων. Ο έλεγχος δεν είναι απλώς προληπτικός, αλλά διενεργείται στο εσωτερικό της Διοίκησης, με εσωτερική αλληλογραφία, και δεν αφορά άμμεσα ούτε απευθύνεται στους διοικούμενους, όταν μάλιστα ασκείται αυτεπαγγέλτως. Ασκείται από την ίδια τη Διοίκηση, ως εσωτερική της υπόθεση, για το συμφέρον της και για λογαριασμό της με στόχο την τήρηση με τρόπο ενιαίο από όλα τα όργανά της, της ίδιας νομιμότητας. Γι' αυτό και δεν δηλώνεται δημόσια ούτε παίρνει τύπο πανηγυρικό, όπως άρχισε να παίρνει περιέργως με τις πράξεις επιβολής του Υπουργού μετά την ισχύ του νόμου 2328/1995. 

Γι' αυτό και δεν κατάλαβα ποτέ το νόημα ούτε τη σημασία της παράθεσης από τον Υπουργό στην πράξη επιβολής του προστίμου ενός εκτενούς σκεπτικού, στο οποίο αναφέρει τα κριτήρια του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας που χρησιμοποιούσε. Διερωτόμουνα για ποιον παρατίθενται; για τον τιμωρούμενο σταθμό στον οποίο και κοινοποιείται η πράξη; μα αυτόν δεν τον αφορούν ούτε τον ενδιαφέρουν τα κριτήρια του ελέγχου νομιμότητας και εν πάση περιπτώσει αυτά αφορούν μια απόφαση, τη δική μας, την οποία δεν είχε στα χέρια του ο διοικούμενος, αφού δεν περιέχεται στην πράξη επιβολής ούτε του κοινοποιείται απ' ό,τι ξέρω η απόφασή μας. Αφορούσαν το ΕΣΡ; μα η πράξη επιβολής δεν απευθύνεται σε μας αλλά στο διοικούμενο και εφ' όσον ο έλεγχος αφορούσε τη δική μας απόφαση, όπερ και συνέβαινε, τότε θα έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά σε μας και όχι στο διοικούμενο. Αφορούσαν, τέλος, την ίδια πράξη επιβολής; μα αυτή την εκδίδει και την υπογράφει ο ίδιος ο Υπουργός, τι νόημα έχει να δηλώσει δημόσια και πανηγυρικά και μάλιστα στους τρίτους ότι η πράξη του είναι νόμιμη; δεν είναι αυτονόητο; Εκτός αν οι νομικοί σύμβουλοι του Υπουργού ήθελαν να κάνουν στους θιγόμενους επίδειξη νομικών γνώσεων.

Ως προς το παράτυπο ή μη σύννομο της υπουργικής πράξης. 

Θέλω με απλά λόγια να πω αγαπητέ μου Πρόεδρε, ότι ο Υπουργός ασκώντας στην προκειμένη περίπτωση έλεγχο νομιμότητας προληπτικό, όφειλε να επιστρέψει την πράξη, εφ όσον την έκρινε παράτυπη, και να μας γνωστοποιήσει τους λόγους ζητώντας να την τροποποιήσουμε, πριν προβεί σε δημόσιες δηλώσεις ότι παρανομήσαμε. Δεν είχε ωστόσο κανένα δικαίωμα ή ακριβέστερα δεν είχε αρμοδιότητα να την τροποποιήσει, ούτε βέβαια να μας υποκαταστήσει ή να ακυρώσει την πράξη αφού δεν ακυρώνεται πράξη που δεν έχει εκδοθεί. 

Γι' αυτό και θεωρώ την ενέργειά του αυτή παράτυπη και την πράξη επιβολής άκυρη και πάντως ακυρώσιμη από τα διοικητικά δικαστήρια. 

Ο Υπουργός δεν είναι με τον ισχύοντα νόμο 2644/1998 φορέας της κυρωτικής αρμοδιότητας, αφού την αποφασιστική αρμοδιότητα λήψης της απόφασης την έχει πλέον το ΕΣΡ. Ο Υπουργός περιορίζεται στην έκδοσή της, που σημαίνει έγκρισή της μετά από έλεγχο της εξωτερικής νομιμότητάς της και δημοσίευση ή κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο, αν και το τελευταίο ακόμη θα μπορούσε να το κάνει το ίδιο το ΕΣΡ. Με την έκδοσή της η πράξη γίνεται εκτελεστή. Περιεχόμενο πάντως αποκλειστικό της πράξης επιβολής του προστίμου ήταν και είναι η απόφαση του ΕΣΡ έτσι όπως διατυπώθηκε από το ίδιο. Ο Υπουργός δεν δικαιούται με αφορμή την έκδοση της απόφασης του ΕΣΡ, που είναι τυπική διαδικασία, να οικειοποιηθεί αρμοδιότητα ουσιαστική και αποφασιστική του ΕΣΡ και να παρέμβει στο σώμα της απόφασης αλλάζοντας το περιεχόμενό της και τροποποιώντας είτε το σκεπτικό είτε το διατακτικό της. Αν το κάνει, σφετερίζεται αρμοδιότητες άλλου οργάνου υποκαθιστώντας το παράνομα και υπερβαίνοντας τις δικαιοδοσίες του. 

Την ίδια δέσμευση είχε τελικά, ο Υπουργός και με το προϊσχύσαν καθεστώς του 2328/1995. Και τότε ο Υπουργός δεσμευόταν από τη σύμφωνη γνώμη του Ε.Σ.Ρ. και δεν μπορούσε να παρέμβει και να αλλάξει το γνωμοδοτικό της απόφασης του ΕΣΡ χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του. Το περιεχόμενο της πράξης επιβολής δεν μπορούσε να είναι άλλο από το περιεχόμενο της σύμφωνης γνώμης του ΕΣΡ. Η ταύτιση όμως αυτή δεν περιβαλλόταν και τον αντίστοιχο τύπο. 

Ο έλεγχος πάντως νομιμότητας δεν μπορεί παρά να γίνεται με βάση την τήρηση της αρχής της νομιμότητας και από το ελέγχον όργανο. 

Γι' αυτό και δεν κατάλαβα ποτέ μου- και με αυτό τελειώνω με τα νομικά- γιατί χρειάζεται να μεσολαβούν δύο πράξεις για την επιβολή προστίμου στους σταθμούς: μια πράξη που είναι η αυτοτελής απόφαση του ΕΣΡ και μία πράξη του Υπουργού, που δεν έχει και δεν μπορεί παρά να έχει ως περιεχόμενό της την απόφαση του ΕΣΡ όποια και είναι αυτή. Δεν δικαιολογούνται δύο αυτοτελείς πράξεις για την ίδια απόφαση.

Αυτά τα θέματα τα εξέθεσα με επιστολή μου στον Υπουργό πριν από πολλούς μήνες και ζητούσα την συνεργασία των αρμόδιων υπηρεσιών για την διευθέτησή τους. Ο υπουργός θεώρησε ότι δεν άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί με το θέμα και δεν καταδέχθηκε να απαντήσει έστω και διά της υπηρεσιών του Υπουργείου του. 

'Όλα τα προηγούμενα, είναι μεν νομικά και φαντάζουν στους μη ειδικούς τυπικά ή τυπολατρικά. Τα ανέφερα για την ιστορία του θεσμού αλλά και διότι περικλείουν έναν αποκαλυπτικό θεσμικό συμβολισμό: δείχνουν πόσο ναρκοθετημένη είναι η πορεία της θεσμικής ανεξαρτησίας του ΕΣΡ και πόσο βραχυκυκλωμένη είναι η λειτουργία και οι αποφάσεις τους από τη θέληση και τις αποφάσεις του εκάστοτε Υπουργού και έμμεσα από τις αντιστάσεις των πληττομένων τηλεοπτικών σταθμών. 

Με τις δημόσιες δηλώσεις του ο Υπουργός έδειξε ότι όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για το κύρος του ΕΣΡ αλλά και ότι δεν υπολήπτεται καν τα μέλη που το απαρτίζουν και το εκπροσωπούν και δεν περιβάλει τον θεσμό με την απαιτούμενη εμπιστοσύνη ούτε με τον ανάλογο σεβασμό. Η όλη στάση του, από την εποχή που ήταν άλλωστε Πρόεδρος το καθηγητής Γ. Κασιμάτης, -ο οποίος εξαναγκάστηκε για ανάλογους λόγους σε παραίτηση- δείχνει ότι αντιλαμβάνεται το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ως μια κοινή δημόσια υπηρεσία, που υπόκειται στον ιεραρχικό έλεγχο του Υπουργού, που μπορεί μάλιστα να καταλήγει ακόμη και σε έλεγχο σκοπιμότητας. Παρόμοια αντιμετώπιση είναι ασυμβίβαστη με τη φύση και την αποστολή μιας ανεξάρτητης δημόσιας αρχής, που είναι επιφορτισμένη με την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας και της νομοθεσίας, και θα ήμουνα ανάξιος εκπρόσωπός της, αν αποδεχούμενα και νομιμοποιούσα με τη σιωπή μου την υπουργική αυτή κηδεμόνευση. 

Επειδή κύριε Πρόεδρε έχω συμπράξει άμεσα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη λήψη ή στην τεκμηρίωση των αποφάσεων, που κατήγγειλε Υπουργός δημόσια ως παράτυπες. Επειδή θεωρώ ότι η παράτυπη και αστήρικτη αυτή υπουργική αποδοκιμασία έγινε με σκοπό να θιγούν το κύρος και η θεσμική αξιοπρέπεια μιας ανεξάρτητης αρχής, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που μου αναλογούν, θέτω την παραίτησή μου στη διάθεση του Συμβουλίου, δηλώνοντας παράλληλα ότι αδυνατώ κάτω από αυτούς τους όρους να συνεχίσω να συμπράττω με την υπογραφή μου στη μεθοδευμένη υποβάθμιση και αποδυνάμωση του Συμβουλίου. Επιφυλάσσομαι για τις περαιτέρω ενέργειές μου μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στην ολομέλεια του Συμβουλίου. 

 

Με τα φιλικότερα αισθήματα Αντώνης Μανιτάκης. 

Αναπληρωτής Πρόεδρος του ΕΣΡ.")"

Print
775 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςΠολιτική Απορρήτου© 2024 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω