Search
× Search

Ομιλίες - Ολομέλεια

/ Κατηγορίες: Ομιλίες - Ολομέλεια

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΙΣΤ'-27 ΜΑΪΟΥ 2003(Ν.3160/2003):Σχέδιο νόμου Υπ. Δικαιοσύνης "Επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας και άλλες διατάξεις"(Εισηγήτρια)

Το παρόν νομοσχέδιο που τροποποιεί σοβαρές διατάξεις της ποινικής δικονομίας επιχειρεί καίριες τομές στο σύστημα, θα έλεγα ότι σε πολλά σημεία αλλάζει και τη φυσιογνωμία του συστήματος της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, δηλαδή της πορείας της ποινικής διαδικασίας. 

Δυστυχώς και αυτές οι επεμβάσεις έγιναν αποσπασματικά. Στην πρώτη τους εμφάνιση – γιατί εν συνεχεία βελτιώθηκαν- υπήρξαν μονόπλευρες και κυρίως η προεργασία, όπως φάνηκε από την επιτροπή, διεξήχθη με ένα παράγοντα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης που είναι ο δικαστικός κόσμος, κατά σχεδόν πλήρη παραγνώριση του άλλου σοβαρού παράγοντα απονομής της δικαιοσύνης που είναι οι δικηγόροι. Γι’ αυτό και σημειώθηκαν οι γνωστές κινητοποιήσεις, οι οποίες, αν ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν επεδείκνυε τη σύνεση, την οποία επέδειξε, θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε παράλυση της απονομής της δικαιοσύνης. 

Ο στόχος –μπαίνω αμέσως στις αλλαγές που έγιναν- αυτών των τροποποιήσεων είναι η απλούστευση και η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, με παράλληλο σεβασμό των δικαιωμάτων των διαδίκων, γιατί αυτό είναι πραγματικά το μυστικό ή η χρυσή τομή: να επιτυγχάνεται δηλαδή η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης με διάφορες παρεμβάσεις, αλλά ταυτοχρόνως να μη φαλκιδεύονται βασικά δικαιώματα των διαδίκων.

Η αλήθεια είναι ότι στην Ποινική Δικονομία έγιναν κατά καιρούς διάφορες μεμονωμένες επεμβάσεις με στόχο την επιτάχυνση, αλλά αυτές δεν είχαν φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, όπως δείχνουν οι τεράστιοι αριθμοί εκκρεμοτήτων στην ποινική δικαιοσύνη και η μόνιμη διαμαρτυρία εκείνων που προσφεύγουν στη δικαιοσύνη για τους μη ικανοποιητικούς ρυθμούς των διαδικασιών. Και όπως αποδείχθηκε, δεν μπορούσε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, εάν δεν γίνονταν κάποιες βαθιές τομές στο ποινικό σύστημα. Και αυτές γίνονται τώρα, αλλά δυστυχώς, όπως είπα πριν, με τρόπο αποσπασματικό, πράγμα που καθιστά απολύτως αναγκαία πλέον τη συνολική αναθεώρηση και επανεξέταση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ώστε να παύσει να είναι ένα κείμενο αντιφατικό και δύσχρηστο. 

Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας είναι κάτι σαν ένα ευαγγέλιο, σαν ένα σύνταγμα το οποίο θα πρέπει να μπορούν να το συμβουλεύονται όλοι όσοι προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη και κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έτσι όπως έχει γίνει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, συντρέχουν αυτές οι ιδιότητες και μπορούμε να κοιμόμαστε με ήσυχη τη συνείδησή μας. 

Εξάλλου, πιστεύω ότι αυτές οι βελτιώσεις που έγιναν με στόχο την επιτάχυνση, έρχονται σε μια σημαντική και πολύ καίρια στιγμή. Ζούμε καθημερινά δύσοσμες αποκαλύψεις σκανδάλων, περιπτώσεων διαφθοράς που ήδη, δυστυχώς, έχουν αγγίξει και την ίδια τη δικαιοσύνη, όπως διαβάζουμε τον τελευταίο καιρό στον Τύπο, ώστε πλέον με την επιτάχυνση, που ευχόμαστε ότι επιτυγχάνουμε, να δοθεί η αναγκαία ώθηση στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ώστε πράγματι να μπει βαθιά το μαχαίρι, έτσι όπως όλοι ευχόμαστε και όλοι διακηρύττουμε. Δηλαδή να γίνει πραγματικότητα αυτό που είπε στην αρχή του χρόνου, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ότι φέτος θα είναι το έτος των εισαγγελέων, πράγμα το οποίο ακόμα δεν το έχουμε δει εν πλήρει αναπτύξει… 

 

 

Ωστόσο, και εγώ, αλλά και όλοι μας, ευχόμαστε με τη νέα δικονομία η οποία, όπως θα πω παρακάτω, δίνει μεγάλες εξουσίες στην εισαγγελική εξουσία, να έχουμε επιτέλους θεαματικά αποτελέσματα, ώστε να καθησυχάσει η κοινή γνώμη από τα διάφορα σκάνδαλα και τις περιπτώσεις διαφθοράς που μας κατακλύζουν. 

Έρχομαι τώρα στις σημαντικότερες αλλαγές σε μια γενική τοποθέτηση, δεδομένου ότι ως επί το πλείστον στα άρθρα έχει υπάρξει συμφωνία και θα δούμε τις λεπτομέρειες στην επόμενη συνεδρίαση. 

Η πρώτη και βασική αρχή στην οποία έπρεπε να επέμβουμε είναι η αρχή της νομιμότητας που διέπει την εισαγγελική δράση. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας του 1951, που ήταν ένα σοφό νομοθέτημα, το οποίο λειτούργησε σωστά για αρκετά χρόνια και το οποίο όμως ήταν φτιαγμένο για την περίοδο εκείνη και για μία έκταση και αριθμό υποθέσεων που ήταν ανάλογα με τον τότε πληθυσμό της Ελλάδας, αλλά και με τις υποθέσεις που έφταναν τότε στα δικαστήρια, παρουσίαζε την εξής εικόνα: Καθιέρωνε την αρχή της νομιμότητας όσον αφορά τη δράση της εισαγγελικής αρχής, γεγονός που σημαίνει ότι η εισαγγελική αρχή ήταν υποχρεωμένη να προχωρεί στην ποινική δίωξη, μόλις υποβαλλόταν μία μήνυση ή έγκληση που είχε κάποια χαρακτηριστικά νομιμότητας και αληθοφάνειας. 

Η αρχή της νομιμότητας συνιστούσε ένα εχέγγυο ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας. Ο στόχος ήταν να μην υπόκειται ο Εισαγγελέας στα κελεύσματα της εκτελεστικής εξουσίας και ιδιαιτέρως του Υπουργού Δικαιοσύνης και της Κυβέρνησης, που θα μπορούσαν να τον επηρεάζουν στην άσκηση του έργου της ποινικής δίωξης. 

Καθιερώθηκε, λοιπόν, η αρχή της νομιμότητας, ώστε ο εισαγγελέας να είναι υποχρεωμένος σε κάθε περίπτωση να ασκεί την ποινική δίωξη και να είναι τελείως περιορισμένος, αν όχι εξαφανισμένος, ο επηρεασμός της εισαγγελικής αρχής από την εκτελεστική εξουσία.

Έτσι, ησκούντο και μπορούσαν μέχρι τώρα να ασκούνται αθρόες ποινικές διώξεις –και έπρεπε να ασκούνται αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της αληθοφάνειας και μιας εμφανούς νομιμότητας- αλλά υπήρχε μία άλλη ασφαλιστική δικλείδα στη δικονομία μας που ήταν η μακρά και αρκετά πολύπλοκη ενδιάμεση διαδικασία των βουλευμάτων. Δηλαδή εκείνος ο οποίος βρέθηκε πολύ εύκολα κατηγορούμενος -και μπορούσε να βρεθεί πολύ εύκολα κατηγορούμενος- είχε όλη τη δυνατότητα σε μία διαδικασία τριών βαθμών δικαιοδοσίας των Συμβουλίων -Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, Συμβούλιο Εφετών και Αρείου Πάγου- να διαλευκάνει αυτήν την υπόθεση, ώστε μετά από ένα αμετάκλητο βούλευμα να φτάνουν οι υποθέσεις εκκαθαρισμένες στο ακροατήριο και να μην υπάρχει ο κίνδυνος του στιγματισμού αθώων από την πολλή εύκολη και αθρόα άσκηση ποινικών διώξεων. 

Εδώ τώρα, επεμβαίνουμε με την εξής έννοια: Περιορίζεται, αν δεν εξαφανίζεται τελείως, η αρχή της νομιμότητας της δράσης της εισαγγελικής αρχής και γίνονται σοβαρές παραχωρήσεις στην αρχή της σκοπιμότητας. 

Αυτό γίνεται με το ότι δεν είναι πλέον υποχρεωτική η άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα, εάν η μήνυση ή οι πληροφορίες που έχει για μία πράξη δείχνουν ότι οι πράξεις είναι νόμω βάσιμες και προφανώς κατ’ ουσίαν αληθείς, αλλά πρέπει να υπάρξει τέτοια διερεύνηση από την εισαγγελική αρχή, ώστε ο εισαγγελέας να κρίνει ότι υπάρχουν πλέον «επαρκείς» ενδείξεις για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Δηλαδή εδώ δίνεται πλέον στον Εισαγγελέα μία σημαντική διακριτική ευχέρεια για την άσκηση της ποινικής δίωξης, ώστε να κινεί την ποινική δίωξη όταν κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις. Και επειδή για να κριθεί ότι υπάρχουν αυτές οι επαρκείς ενδείξεις πρέπει να υπάρχει μία βάση εκτίμησης, γι’ αυτό καθιερώνεται ως υποχρεωτική η προκαταρκτική εξέταση, όταν πρόκειται περί πλημμελήματος ή περί κακουργήματος. 

Στο σημείο αυτό έγινε ένας σημαντικός περιορισμός τον οποίο δέχθηκε και ο κύριος Υπουργός, διότι αρχικά προβλεπόταν ότι και μετά από ένορκη διοικητική εξέταση μπορεί να ασκείται ποινική δίωξη. 

Έτσι πάντως ο εισαγγελεύς αποκτά διακριτική ευχέρεια, αποκτά εξουσία και επομένως υπευθυνότητα, ώστε όταν έχει στα χέρια του μια πιθανή ποινική δίωξη, μια καταγγελία, μια μήνυση, μια έγκληση για τα σοβαρότερα αδικήματα, να διατάσσει προκαταρκτική εξέταση και κατόπιν να κρίνει ο ίδιος, εάν οι ενδείξεις αυτές είναι επαρκείς για την άσκηση της ποινικής δίωξης και αν είναι ανεπαρκείς, να ακολουθεί τη διαδικασία της αναφοράς. 

 

 

Ενισχύεται δηλαδή η ιδιότητα του εισαγγελέως και ως δικαιοδοτικού οργάνου, διότι στη δικονομία μας ο εισαγγελεύς έχει μικτό χαρακτήρα, είναι όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, υπόκειται στην ιεραρχική δομή και στις διαταγές της προϊσταμένης του αρχής –που δεν συμβαίνει για τους δικαστές- αλλά έχει και μεγάλα περιθώρια άσκησης δικαιοδοτικού έργου, ένα από τα οποία είναι και αυτό. 

Και άλλο ένα πολύ σημαντικό που εισάγεται τώρα, όταν έχουμε ησκημένη ποινική δίωξη για ήσσονος σημασίας πλημμελήματα μονομελούς μετά προανάκριση, ο εισαγγελεύς αντί να απευθύνεται στο συμβούλιο πλημμελειοδικών για να εκδοθεί βούλευμα, μπορεί ο ίδιος να θέτει στο αρχείο του δικογραφία και να κάνει πάλι τη διαδικασία της αναφοράς στον προϊστάμενο εισαγγελέα. Ο εισαγγελεύς, λοιπόν, αποκτά εξουσίες, γίνεται όργανο με διακριτική ευχέρεια, η αρχή της νομιμότητας περιορίζεται, οι διώξεις δεν θα είναι πλέον τόσες πολλές, αλλά θα φιλτράρονται στη διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης.

Όμως τώρα πρέπει να γίνουν και γίνονται κάποιες επεμβάσεις και για τη συντόμευση της ενδιάμεσης διαδικασίας -η οποία μπορεί πλέον να μην είναι τόσο μακρά, πολύπλοκη και πολυτελής, όπως ήταν με την αρχή της νομιμότητας της εισαγγελικής αρχής- με περικοπή των ενδίκων μέσων, των διαδίκων. Παραμένουν σχεδόν ακέραια τα ένδικα μέσα του εισαγγελέως εφετών σε ό,τι αφορά την έφεση και του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου σε ό,τι αφορά την αναίρεση. 

Εδώ οι επεμβάσεις ήταν πολύ πιο δραστικές από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην αρχική εισαγωγή του συστήματος. Αλλά στην πορεία έγιναν βελτιώσεις και το ένδικο μέσο της αναίρεσης, που έχει τη σημαντική αποστολή να προκαλεί την παρέμβαση του Αρείου Πάγου στην ερμηνεία και στην εφαρμογή του νόμου και λειτουργεί ως ενοποιητικός παράγων της νομολογίας, επανήλθε με τις τροποποιήσεις που έγιναν εν τω μεταξύ και έτσι τουλάχιστον παρέμεινε στους διαδίκους και συγκεκριμένα στον κατηγορούμενο αναίρεση σε παραπεμπτικά βουλεύματα επί κακουργήματα. Στα πλημμελήματα πλέον δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. 

Μια τρίτη παρέμβαση που έγινε, αλλά αυτή είναι προσδιορισμένη από τις ελληνικές ιδιαιτερότητες, ήταν στο θέμα των αναβολών της δίκης. Οι αναβολές ταλαιπωρούν αφάνταστα τους διαδίκους, ταλαιπωρούν τη δικαιοσύνη, παρελκύουν τις δίκες, χάνεται ο μίτος της υπόθεσης από τις πολλές αναβολές και πραγματικά εκεί θα έπρεπε να μπει κάποιος φραγμός. Ο φραγμός ο οποίος είχε μπει στην αρχή ήταν υπερβολικός και υπήρξαν αντιδράσεις. Αλλά και στο σημείο αυτό υπήρξε συνεννόηση με τον Υπουργό.

Θα ήθελα έτσι να επισημάνω ότι παρά την αρχική μας αρνητική θέση επί της αρχής, έπειτα από τις βελτιώσεις που δέχτηκε ο Υπουργός δεχόμενος τις υποδείξεις και των δικηγόρων και των εισαγγελικών και δικαστικών ενώσεων αλλά ειδικά τις δικές μας του συνόλου της Αντιπολίτευσης, αυτές κατέστησαν το νομοσχέδιο περισσότερο αποδεκτό και έτσι το ψηφίζουμε επί της αρχής. 

Σημειώνω, παραδείγματος χάρη, ότι υπάρχει τακτική ανάκριση και επί πλημμελημάτων τώρα, μετά τις αλλαγές. Αρχικά ο Υπουργός είχε εισηγηθεί να καταργηθεί η τακτική ανάκριση επί πλημμελημάτων και να μείνει μόνο στα κακουργήματα. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλονται περιοριστικοί όροι και στα πλημμελήματα, επανήλθε η ανάκριση στα πλημμελήματα. 

Ο διπλασιασμός του ορίου εκκλητού των αποφάσεων ήταν υπερβολικός, τουλάχιστον όσον αφορά το τριμελές πλημμελειοδικείο. Όμως, κατέβηκε αυτό το εκκλητό. Ρυθμίστηκε καλύτερα το θέμα των αναβολών και στο λόγο αναιρέσεως της υπέρβασης εξουσίας, όπου είχε γίνει απόπειρα περιορισμού του σε δεσμευτικές περιπτώσεις -ενώ η υπέρβαση εξουσίας στο ισχύον σύστημα είναι ελεύθερη να διαμορφωθεί από το δικαστήριο και μόνο ενδεικτικά απαριθμούνται περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας- επανέρχεται το ισχύον σύστημα. 

Το ότι ψηφίζουμε το νομοσχέδιο επί της αρχής δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις σε ορισμένα άρθρα, όπως παραδείγματος χάρη στο δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης να διατάσσει τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να επισπεύδει τη διαδικασία και να εισάγει κατά προτεραιότητα τις υποθέσεις στην ανάκριση. Δεν ξεχνούμε ότι αυτό ήταν ένα πυροτέχνημα του Υπουργού Δικαιοσύνης –δεν θυμάμαι ποιου- όταν ήρθαν στη δημοσιότητα απαράδεκτες περιπτώσεις σοβαρών και αξιοποίνων πράξεων και σε μία ένδειξη ευαισθησίας η Κυβέρνηση, ο Υπουργός, θέλησε να δώσει εντολές για επίσπευση κ.τ.λ.. Τώρα, το να θεσμοθετούμε αυτό μέσα στη δικονομία, ενώ ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου από μόνος του έχει τη δυνατότητα να διατάξει την κατά προτεραιότητα επίσπευση και εισαγωγή μιας υπόθεσης στην ανάκριση, νομίζω ότι δεν είναι σωστό. 

Υπάρχει και μια σοβαρή επιφύλαξη στο θέμα της παραγραφής, όταν ασκείται αναίρεση. Ενώ μέχρι τώρα όταν ασκηθεί μια αναίρεση απλώς παραδεκτή, αλλά όχι βάσιμη, και έχει συμπληρωθεί η παραγραφή ο Άρειος Πάγος δεν εξετάζει την αναίρεση, αλλά παύει οριστικά τη δίωξη λόγω παραγραφής, τώρα τίθεται ως προϋπόθεση να κριθεί και βάσιμος κάποιος λόγος αναιρέσεως, δηλαδή να είναι και βάσιμη η αναίρεση, προκειμένου να γίνει δεκτή η παραγραφή. Εδώ είναι μια αντισυνταγματική –θα έλεγα- παρέμβαση. Όμως, αυτά θα τα πούμε κατά τη συζήτηση των άρθρων. 

Τέλος, ο Υπουργός κυκλοφόρησε εδώ μια συμπλήρωση. Τα περισσότερα είναι αυτά που συζητήσαμε στην επιτροπή. Υπάρχει και μια διάταξη που προβλέπει τι θα γίνει με τις εκκρεμείς υποθέσεις στα ένδικα μέσα.

Κύριε Υπουργέ, το αναφέρω, για να το μελετήσετε μέχρι μεθαύριο. Νομίζουμε ότι όταν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων, σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη, τα οποία τώρα καταργούνται, αυτά πρέπει να φθάσουν στο τέρμα τους, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ίσχυε, όταν ασκήθηκαν. Δεν είναι σωστό να αφαιρούνται και να υπάγονται στις νέες απαγορευτικές διατάξεις, καθώς επίσης και οι υποθέσεις που αφορούν το ακροατήριο, εάν έχουν εισαχθεί στο ακροατήριο, τότε θα εφαρμόζονται οι παλιές διαδικασίες και θα ισχύει το εκκλητό, σύμφωνα με την παλιά διαδικασία και όχι με τις νέες διατάξεις που περικόπτουν ουσιωδώς τα ένδικα μέσα. 

Αυτές είναι οι παρατηρήσεις μας. Εν κατακλείδι, πρέπει να πω, κύριε Υπουργέ, ότι όλα αυτά που δεχθήκατε είναι σωστά, αλλά υπό μία προϋπόθεση: ότι θα εξασφαλίσετε στη δικαιοσύνη τις αναγκαίες υποδομές, για να λειτουργήσει. Διότι χωρίς αίθουσες –ιδίως σαν αυτό που συμβαίνει στη Σχολή Ευελπίδων- ούτε διακοπή της δίκης μπορεί να γίνονται ούτε να λειτουργούν αυτά τα συστήματα, τα οποία πολύ καλά τα μελετήσαμε και τα θέσαμε σε αυτό το νομοσχέδιο.

Print
728 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςΠολιτική Απορρήτου© 2024 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω