Search
× Search

Ομιλίες - Ολομέλεια

/ Κατηγορίες: Ομιλίες - Ολομέλεια

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΛΑ'-18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003:Πρόταση του Προέδρου της Βουλής"Για την τροποποίηση διατάξεων του Κανονισμού της Βουλής"(Μέρος Κοινοβουλευτικό)

Συζητούμε μια από τις σημαντικότερες και θεμελιωδέστερες αλλαγές του Κανονισμού της Βουλής σήμερα, διότι ασχολούμεθα με το πολυσυζητούμενο και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ευρισκόμενο ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας. Δεν θα αναφερθώ στο θεσμό, στην ιστορία του, στην προέλευσή του, στις μεταμορφώσεις που υπέστη ιστορικά μέχρι σήμερα, αλλά θα μείνω σκόπιμα στη σημερινή πραγματικότητα.

Είναι γεγονός ότι το αξίωμα του Βουλευτή βάλλεται πλέον πανταχόθεν. Ο διασυρμός φαίνεται να εντοπίζεται περισσότερο στο πρόσωπο του κάθε Βουλευτή και είναι πλέον του συρμού να διαβάλεται, να λοιδορείται πολλές φορές και όχι σπάνια και να συκοφαντείται. 

Κανένας όμως δεν αμφιβάλλει ότι πραγματικός στόχος αυτής της ενορχηστρωμένης επίθεσης, που δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά τουλάχιστον πανευρωπαϊκό, όχι όμως στην έκταση που παρατηρείται στη χώρα μας, δεν είναι ο κάθε σημαντικός ή άσημος συνάδελφος, αλλά μπαίνει στο προσκήνιο το κόμμα του και αρχίζει η κομματική αντιπαράθεση. Νομίζω ακόμη ότι απώτερος στόχος είναι κατά βάθος και το ίδιο το κοινοβουλευτικό σύστημα. Μέσω δηλαδή του προσώπου του Βουλευτή πλήττεται η ίδια η Βουλή και μαζί ολόκληρο το κοινοβουλευτικό και δημοκρατικό σύστημα. Αυτή είναι μια πραγματικότητα την οποία οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε. 

Και το ερώτημα είναι, πώς αντιδρούμε εμείς οι Βουλευτές ως μεμονωμένοι φορείς του κάθε αξιώματος; Φοβάμαι ότι αντιδρούμε με το χειρότερο τρόπο. Δίνουμε την εντύπωση, ειδικά σχετικά στο θέμα της βουλευτικής ασυλίας, ότι οχυρωνόμαστε πίσω από τη βουλευτική ασυλία. Έτσι μέσα από μία κακώς εννοούμενη αλληλεγγύη και με δικαιολογία αυτήν την αλληλεγγύη αρνούμαστε συστηματικά την άδεια δίωξης Βουλευτών σχεδόν συλλήβδην και αδιακρίτως. Είναι ελάχιστες οι φορές μεταδικτατορικά που ήρθη η ασυλία Βουλευτών. Όλες ήσαν θλιβερές περιπτώσεις και πίσω από την κάθε μια βρισκόντουσαν διαφορετικά πολιτικά ελατήρια κατά βάση, τα οποία όμως λίγο είχαν να κάνουν με την πραγματική αποστολή του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας. 

Έτσι βρισκόμαστε μέσα σε ένα φαύλο κύκλο. Από τη μια πλευρά τροφοδοτείται στην κοινή γνώμη και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ο συρμός της επίθεσης κατά του προσώπου των Βουλευτών και από την άλλη εμείς αμυνόμεθα συνειδητά ή ασυνείδητα με έναν τρόπο, που αντί να καταπολεμά αυτήν την πραγματικότητα, περισσότερο την ενισχύει και την τροφοδοτεί. 

Εμείς, ως Νέα Δημοκρατία, προβληματιστήκαμε έγκαιρα και έντονα με αυτό το πρόβλημα. Θελήσαμε με τη συνταγματική πρόταση που κάναμε στο άρθρο 62 να ανατρέψουμε κατά κάποιο τρόπο αυτήν την κακώς εγκαθιδρυθείσα τακτική στο Κοινοβούλιο και να επαναφέρουμε το θεσμό στην ουσία του, δηλαδή στην προστασία του Βουλευτή από ποινικές διώξεις, οι οποίες υποκινούνται από πολιτικά ελατήρια ή συνδέονται καθαρά με την πολιτική δραστηριότητα του Βουλευτή. Κάναμε μία πρόταση να αντιστραφεί το βάρος της αποδείξεως κατά τη συζήτηση και διερεύνηση του ζητήματος άρσης της ασυλίας και να λαμβάνεται αιτιολογημένη απόφαση της Βουλής, όταν δεν αίρεται η ασυλία, που θα αιτιολογεί την πραγματική διαπίστωση ότι η συμπεριφορά συνδέεται με την πολιτική δραστηριότητα ή έχει πολιτικά ελατήρια ή αποβλέπει σε πολιτικό στόχο. 

Δυστυχώς η πρότασή μας απερρίφθη πανηγυρικά από την κυβερνητική πλειοψηφία. Μείναμε στην ίδια διάταξη του άρθρου 62 που, βέβαια, είναι σωστή, αλλά είναι τόσο ευρεία και νεφελώδης, ώστε μπορεί να εξυπηρετήσει ακόμα και καταχρηστικές ερμηνείες και εφαρμογές του θεσμού. Άλλωστε, πρόθεσή μας όταν κάναμε την πρόταση ήταν να μην κομματικοποιείται το θέμα της βουλευτικής ασυλίας, να μην μπαίνει στο ίδιο καλάθι διαξιφισμών και αντιπαραθέσεων στο οποίο μπαίνουν όλα τα πολιτικά ζητήματα που συζητούνται στη Βουλή. Θέλαμε να είναι καθαρά ένα θέμα λειτουργίας της βουλευτικής συνείδησης. Μετά την απόρριψη της πρότασης αρχίσαμε να προβληματιζόμαστε πώς μέσα στη δεδομένη συνταγματική διάταξη θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε την κατάσταση και να οδηγήσουμε το θεσμό σε μία ουσιαστική και σύμφωνη με την αποστολή του εφαρμογή. 

Άποψη του Προεδρείου είναι ότι είναι πανάκεια η αντικατάσταση της μυστικής ψηφοφορίας με τη φανερή ψηφοφορία, διότι, όταν ο Βουλευτής ψηφίζει φανερά, γίνεται περισσότερο υπεύθυνος και η γνώμη του έχει μεγαλύτερη απήχηση στο εκλογικό κοινό. 

Εμείς πιστεύουμε ότι το μυστικό για να επαναφέρουμε το θεσμό στις σωστές του βάσεις δεν είναι να απομακρυνθούμε ολοκληρωτικά από το σύστημα της μυστικής ψηφοφορίας η οποία για προσωπικά θέματα, όπως λέει ο Κανονισμός, έχει πραγματικά μεγάλη σημασία και διευκολύνει την ελευθερία γνώμης και έκφρασης του Βουλευτή. Δηλαδή, η αντικατάσταση της μυστικής με τη φανερή ψηφοφορία δεν είναι το μόνο μέσο «γιατρειάς», θα έλεγα, αυτής της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε. Αντίθετα, θα έπρεπε, και πρέπει, να συνυπολογίσουμε τρεις παράγοντες. 

Ο ένας παράγοντας είναι να γίνει ουσιαστική η έρευνα και η μελέτη των δικογραφιών για την άρση ή μη της βουλευτικής ασυλίας. Ο δεύτερος παράγοντας είναι να ξεφύγει από τα γρανάζια της κομματικής αντιπαράθεσης. Δεν έχει νόημα να έχουν θέση τα κόμματα, ως κόμματα, στο θέμα της άρσης ή μη άρσης της βουλευτικής ασυλίας, δηλαδή στην εκτίμηση του πολιτικού περίγυρου, στον οποίο τοποθετείται μία συμπεριφορά, διότι αυτό το θέμα αφορά εξίσου όλα τα κόμματα και όλους τους Βουλευτές. 

Ο τρίτος παράγοντας είναι να εξετάσουμε ίσως κάποιες βελτιώσεις στο θέμα της ψηφοφορίας, προκειμένου να ενισχύσουμε την ελευθερία του Βουλευτή και όχι να την περιορίσουμε. Αυτό το λέω, γιατί η φανερή ψηφοφορία μπορεί να έχει και το αντίθετο αποτέλεσμα, ένα αποτέλεσμα όμοιο με αυτό της μυστικής ψηφοφορίας. Δηλαδή, να επηρεάζει τη συνείδηση και την ελευθερία έκφρασης του Βουλευτή από την ανάποδη. 

Έρχομαι τώρα στις συγκεκριμένες προτάσεις για τις οποίες συνεργαστήκαμε πολύ καλά με τον Πρόεδρο της Βουλής και έχουμε φτάσει σε ένα αποτέλεσμα, με μία μόνο διαφοροποίηση για τη Νέα Δημοκρατία, την οποία θα υποστηρίξω και εδώ –την γνωρίζει και ο Πρόεδρος της Βουλής- και νομίζω ότι μπορούμε να συνεννοηθούμε και επ’ αυτού του σημείου. 

Είναι σωστή η πρόταση που γίνεται και αφορά τη δημιουργία Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής της Βουλής -μίας διακομματικής Επιτροπής- για τη μελέτη της άρσης των ασυλιών. Υπάρχει βέβαια μία αριθμητική υπεροχή της πλειοψηφίας –είναι φυσικό- αλλά εν πάση περιπτώσει σ΄ αυτήν την επιτροπή εκπροσωπούνται όλα τα κόμματα. Προεδρεύεται από Αντιπρόεδρο της Βουλής υποδεικνυόμενο από τον Πρόεδρο της Βουλής και μετέχει και ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης. 

Αυτή η επιτροπή μελετά, εισηγείται και συντάσσει εκθέσεις. Δηλαδή, δεν λειτουργεί με το σύστημα του εισηγητή και του αντιεισηγητή, αλλά όλοι ισότιμα μελετούν τις δικογραφίες και καταλήγουν σε μία έκθεση, η οποία έρχεται στη Βουλή και συζητείται πάλι χωρίς εισηγητές των κομμάτων, αλλά με ελεύθερη εγγραφή των Βουλευτών -ο καθένας εκ των οποίων βεβαίως μπορεί εκ των προτέρων να έχει μελετήσει και τη δικογραφία- και γίνεται μία ζωντανή συζήτηση. Αυτή η συζήτηση δεν αφορά βέβαια το είδος του αδικήματος και τις ενδείξεις ή αποδείξεις που υπάρχουν για την ευθύνη του Βουλευτή και την ουσία της κατηγορίας. Αντίθετα, γίνεται μία συζήτηση για το αν η ποινική δίωξη συνδέεται με την πολιτική δραστηριότητα του Βουλευτή, όπως πολύ σωστά λέει η διάταξη, αν υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα ή εάν αποσκοπεί ενδεχομένως στο να τρωθεί το κύρος της Βουλής ή του Βουλευτή ή να επηρεαστεί η λειτουργία της Βουλής ή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στην οποία ανήκει ο Βουλευτής. 

Η έκθεση της επιτροπής, όπως είπα και προηγουμένως, έρχεται προς συζήτηση στη Βουλή όπου γίνεται ανοιχτή εισήγηση. Στο σημείο αυτό συμφωνούμε και εμείς να γίνεται φανερή ψηφοφορία για την άρση ή μη της ασυλίας, όπως γίνεται συζήτηση και ψηφοφορία στα νομοσχέδια και στις λοιπές αποφάσεις της Βουλής. 

Κατά την άποψή μας, όμως, δεν πρέπει να απεμπολείται το δικαίωμα να διενεργείται μυστική ψηφοφορία. Άλλωστε, υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να κατοχυρωθεί η μυστική ψηφοφορία. Για το λόγο αυτό, πρότασή μας είναι –και μέχρις ενός σημείου συμφωνούμε και με τον Πρόεδρο της Βουλής- να γίνεται μυστική ψηφοφορία, εάν αυτό το ζητεί ένα κόμμα με τον Πρόεδρό του, εκτιμώντας ότι συντρέχουν πολιτικά δεδομένα τα οποία επιβάλλουν να διευκολυνθεί η μυστική ψήφος. Προστίθεται και ο Πρόεδρος της Βουλής στο οποίο δεν έχουμε αντίρρηση. 

Επιμένουμε όμως ότι θα πρέπει και οι Βουλευτές να έχουν το δικαίωμα να προκαλέσουν μυστική ψηφοφορία, αν κατά τη συνείδησή τους και τις εκτιμήσεις τους θα πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι να δεσμευθεί αλλά να διευκολυνθεί η ελευθερία γνώμης του Βουλευτή και κυρίως η αποδέσμευσή του από το κόμμα στο οποίο ανήκει. Υποστηρίζουμε τη δυνατότητα, λοιπόν, δεκαπέντε Βουλευτών, ανεξαρτήτως κόμματος φυσικά, να προκαλούν με αίτησή τους μυστική ψηφοφορία. Επιμένουμε σ’ αυτήν την τελευταία προσθήκη, η οποία δεν περιλαμβάνεται στην πρόταση της Βουλής, αλλά τίθεται προς συζήτηση ακριβώς για να τονίσουμε και μια άλλη παράμετρο του προβλήματος που μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει στην καθυπόταξη του Βουλευτή ως προς τη μυστική ψηφοφορία στην απόφαση που θα πάρει το κόμμα του και στην πρόταση που θα κάνει ο Αρχηγός.[...] 

 

 

Όπως όλες οι ειδικές μόνιμες επιτροπές της Βουλής, φανερά. Είναι ένας εκπρόσωπος από κάθε κόμμα και εκπροσωπεί τη γνώμη του. Δεν τίθεται θέμα μυστικής ψηφοφορίας. 

Συνεπώς πιστεύουμε ότι θα πρέπει και για λόγους όχι μόνο εμμονής στο θεσμό της βουλευτικής ασυλίας ως προνομίου του Βουλευτή στο να μπορεί ο Βουλευτής αποδεσμευόμενος ενδεχομένως και από το κόμμα του να μπορεί με δεκατέσσερις άλλους συναδέλφους να προκαλεί μυστική ψηφοφορία στη Βουλή.

Τώρα θα ήθελα απλώς, κύριε Πρόεδρε, να επισημάνω ότι με τη νέα ποινική δικονομία που ψηφίσαμε, τα πράγματα θέλω να ελπίζω ότι θα είναι καλύτερα δηλαδή, δεν θα είναι τόσο πολλές οι αιτήσεις διώξεως. Διότι ο εισαγγελεύς ως θεσμός ενισχύεται, δεν ασκεί σε κάθε περίπτωση υποχρεωτικά την ποινική δίωξη μόλις πάρει μια μήνυση που φαίνεται να είναι αληθοφανής και νόμω βάσιμη. Υποχρεώνεται να κάνει προκαταρκτική εξέταση. Εκεί υπάρχει ένα αγκαθάκι, διότι για την προκαταρκτική εξέταση δεν θα χρειάζεται να ζητήσει την άδεια της Βουλής. Πάντως θα έρχονται επεξεργασμένες οι δικογραφίες, όταν ο εισαγγελεύς μετά από προκαταρκτική εξέταση στα πλημμελήματα βέβαια και στα κακουργήματα, που είναι τα σημαντικά εγκλήματα, θα έχει καταλήξει ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ενοχής. 

Κύριοι συνάδελφοι, υπάρχουν και κάποιες άλλες αλλαγές στις οποίες αναφέρθηκε η συνάδελφος και με τις οποίες συμφωνούμε είναι η επιτροπή περιφερειών, να φέρνουμε δηλαδή τους άρχοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να δίνουν κάποιο λόγο στη Βουλή, μιας και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος έχει τελείως αδρανήσει επί του θέματος αυτού, καθώς και κάποιες βελτιώσεις στο θέμα των ανεξαρτήτων αρχών. Δεν μπορεί η Βουλή μόνο να υποδεικνύει ποιοι θα είναι τα μέλη, αλλά θα πρέπει να μπορεί και να τους ανακαλεί αν συμβαίνουν όλα όσα προβλέπει ο νόμος ή θα προβλέψει ο νόμος. 

Ήθελα μόνο να επιστήσω την προσοχή των συναδέλφων και του Προέδρου σε ένα θέμα που εξελίσσεται σε μια βραδυφλεγή βόμβα εναντίον του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας, το σύστημα να αποφεύγεται η ποινική δίωξη με όλες τις εγγυήσεις της και να υποβάλλονται αθρόες αγωγές αποζημιώσεως για εγκλήματα που διαπράττονται διά του Τύπου από Βουλευτές. Πρόκειται για αγωγές εκατομμυρίων, όπως το εκτιμά τέλος πάντων την προσβολή του ο προσβαλλόμενος. Το θέμα πρέπει να μελετηθεί για να το εκτιμήσουμε σωστά. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια ποινική διαδικασία, για μια ποινική δίωξη, η οποία όμως καλύπτεται υπό το ένδυμα της αστικής δίκης. Στην πραγματικότητα γίνεται μια ποινική διαδικασία στο ακροατήριο, αλλά αυτή είναι ενταγμένη στην πολιτική διαδικασία και ίσως ανοίγει μια άλλη πληγή κατά της βουλευτικής ιδιότητας κατά του αξιώματος και του κοινοβουλευτικού συστήματος, με την οποία θα πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά.

Print
693 Rate this article:
No rating

Επικοινωνία

Σέκερη 1, 106-71, Αθήνα
τηλ. 2103675871-3
φαξ: 2103675668
email: benaki@parliament.gr

Όροι χρήσηςΠολιτική Απορρήτου© 2024 - Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα
Επιστροφή πάνω